Έχει δικαίωμα να ασκήσει κριτική εκείνος που έχει διάθεση να βοηθήσει. William Penn
Πρεμιέρα σήμερα για το big brother και οι όψιμοι μαχητές της ποιοτικής και εκπαιδευτικής τηλεοράσεως ακονίζουν τα «δόρατα» τους. Θα ακούσουμε και πάλι μύδρους κατά της διεφθαρμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, με τα σαθρά και φαιδρά πρότυπα, οι οποίοι θα μετεξελιχθούν σε μύδρους κατά των διαπλεκόμενων Μέσων μαζικής ενημερώσεως και αυτό ήταν. Οι γνήσιοι μαχητές της ορθότητας και της ποιότητας θα επαναπαυτούν, έχοντας επιτελέσει το αγωνιστικό τους καθήκον.
Ο απόλυτος αφορισμός των πάντων όμως, αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες, αποτελεί τον κακό ξάδερφο της συγκαταβατικότητας και της πλήρους ταύτισης απόψεων. Διότι όταν ορθώς τίθεσαι ενάντια σε ένα σαθρά δομημένο τηλεοπτικό προϊόν, οφείλεις να αντιπαραθέσεις ένα δικό σου πιο ορθό και ουσιαστικό προϊόν. Διότι η γενικόλογη αερολογία και αδράνεια δεν αποτελεί ένδειξη αντίστασης, αλλά πλήρους υποταγής! Οι γενικόλογες αοριστολογίες και αισχρολογίες άλλωστε, είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο, ότι ευνοούν την αντίθετη πλευρά. Αντί λοιπόν οι σοφοί κήρυκαι της ορθότητος και της ποιότητος να βλέπουν παντού βολικούς εχθρούς, ας κάνουν κάτι πιο ουσιαστικό. Ας παρουσιάσουν επιτέλους μία ολοκληρωμένη αντίθετη άποψη, με αρχή, μέση και τέλος, η οποία θα σέβεται το σύνολο του τηλεοπτικού κοινού και ας εργαστούν για την πραγμάτωση των οραμάτων τους.
Προτού όμως εισέλθω σε κάποιες πιο συγκεκριμένες απόψεις, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες βασικές αρχές για το διάλογο μας, όπως εγώ τις αντιλαμβάνομαι. Σε ένα καθεστώς ελεύθερης τηλεοπτικής αγοράς το οποίο ορθώς βιώνουμε, ασφαλώς και πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη, τη γνώμη του κοινού. Ασφαλώς και οι τηλεοπτικοί σταθμοί λοιπόν, δικαιούται να προβάλλουν οποιοδήποτε πρόγραμμα ( ψυχαγωγικό, ενημερωτικό, εκπαιδευτικό κ.α.), το οποίο θεωρούν πως θα τους επιφέρει τηλεθέαση, άρα κέρδος. Έπειτα ναι μεν πρέπει να υπολογίζουμε την κοινή γνώμη, μα να μη λησμονούμε κιόλας, ότι η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό, διαμορφώνεται από τους διαμορφωτές των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Είναι λοιπόν υποχρέωση της πολιτείας, μέσω των αρμοδίων οργάνων της ( ΕΣΡ π.Χ.), να διαμορφώσει ένα κατευθυντήριο ( όχι δεσμευτικό) πλάνο ορθώς καταμερισμένο. Ορθώς καταμερισμένο μεταξύ ψυχαγωγίας-ενημέρωσης και εκπαίδευσης.
Διότι σίγουρα δεν είναι ευχάριστο, οι μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας, να μην περιέχουν ουσιαστικό εκπαιδευτικό περιεχόμενο στο πρόγραμμα τους. Να θεωρούμε ότι μόνο η δημόσια τηλεόραση ή κανάλια τοπικής εμβέλειας είναι απαραίτητο να διαθέτουν τέτοιου είδους προγράμματα. Και να γίνω πιο συγκεκριμένος, δε θα ήταν μήτε ντροπή μήτε απώλεια κέρδους θα προκαλούσε, εάν τα κανάλια ανάμεσα στις δεκάδες επαναλήψεις παλαιών σειρών και τηλεοπτικών παιχνιδιών που προβάλλουν, έβρισκαν λίγο χώρο, για την τοποθέτηση ποιοτικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Διότι εάν πραγματοποιήσει κάποιος μία σύντομη έρευνα, στον απέραντο διαδικτυακό κόσμο, θα διαπιστώσει πως ντοκιμαντέρ ιστορικού, κοινωνιολογικού και εκπαιδευτικού περιεχομένου, έχουν μεγάλη απήχηση στο ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΚΟΙΝΟ της χώρας μας.
Το εκπαιδευτικό κομμάτι όμως, είναι αδιαμφισβήτητα ο πιο παραμελημένους πόλος του τηλεοπτικού περιεχομένου, μα δεν παύει να είναι και ο ένας από τους τρεις βασικούς τηλεοπτικούς πόλους. Τι γίνεται λοιπόν με τους πόλους της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας; Ο πόλος της ενημέρωσης αρχικώς, είναι διαχρονικώς, ο πιο «ευαίσθητος» πόλος του τηλεοπτικού περιεχομένου. Συμφέροντα και πολιτικές δεσμεύσεις από όλες τις πλευρές, δημιουργούν ένα περιβάλλον άκρως τοξικό και αποκρουστικό. Δημοσιογράφοι που καμώνονται τον μανδύα του αντικειμενικού παρατηρητή της καθημερινότητας ( διαχρονικά και ανεξαρτήτου ιδεολογικής ή οπαδικής κατευθύνσεως), στην πραγματικότητα λειτουργούν ως προπαγανδιστές της κομματικής ή της ποδοσφαιρικής τους παρατάξεως και αυτόματα χάνουν το ύψιστο δημοσιογραφικό δικαίωμα της αντικειμενικότητας. Η έλλειψη αντικειμενικότητας λοιπόν, προκαλεί σε κάθε ενεργό μα ακομμάτιστο πολίτη, αισθήματα αμηχανίας και προβληματισμού. Η λύση στο πρόβλημα αυτό, ασφαλώς δεν είναι εύκολη. Χρειάζεται πρώτα από όλα, σταδιακή αλλαγή νοοτροπίας της κοινής γνώμης. Να σταματήσουμε να δαιμονοποιούμε τους πολιτικούς ή τους οπαδικούς μας αντιπάλους και να αντιληφθούμε ότι η παραπολιτική και η αισχρολογία, δεν προσφέρουν κανένα ουσιαστικό επιχείρημα στο δημόσιο διάλογο. Πρέπει όμως και από την αντίθετη πλευρά, να θεσπιστεί ένα αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο για κατά συρροή συκοφάντες και εγκάθετους που αυτοσυστήνονται ως δημοσιογράφοι. Η κριτική στην εξουσία, αλλά και στην αντιπολίτευση οφείλει να είναι ανελέητη και ιερή. Όμως η κριτική που βασίζεται σε συκοφαντίες και αήθεις επιθέσεις πρέπει να εκλείψει. Οι ρυθμιστές του δημοσίου διαλόγου, πρέπει επιτέλους να αντιληφθούν, ότι μοναδική τους υποχρέωση, είναι να καταγράφουν τα ζητήματα της καθημερινότητας, από την οπτική πλευρά όλων των κοινωνικών και πολιτικών φορέων. Η έκφραση του προσωπικού τους σχολίου επί της καθημερινότητας ( ως ενεργοί πολίτες που είναι άλλωστε), εννοείται πως είναι θεμιτή, εφόσον όμως προάγει έναν δημόσιο λόγο επιχειρημάτων και όχι φαυλότητας και φαιδρότητας. Εάν αυτό καταστεί πραγματικότητα, το σύνολο της ενεργής και όχι κομματικοποιημένης κοινής γνώμης, ασφαλώς και θα παρακολουθήσει και πάλι με προσήλωση και σεβασμό τις εκάστοτε ενημερωτικές εκπομπές και τα εκάστοτε ειδησεογραφικά πάνελ.
Για το τέλος, άφησα ένα κομμάτι του τηλεοπτικού περιεχομένου, το οποίο εμένα προσωπικά με ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Το κομμάτι της ψυχαγωγίας. Πιστεύω ακράδαντα (όπως προανέφερα και νωρίτερα), ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να διασκεδάζει με όποιον τρόπο αυτός επιθυμεί. Σε μία κοινωνία φιλελεύθερη, σαφώς και δε χωράει η οποιαδήποτε λογοκρισία και η οποιαδήποτε επιβολή προτύπων συμπεριφοράς και διασκεδάσεως. Η λύση λοιπόν στο πρόβλημα της ποιοτικής αναβαθμίσεως του τηλεοπτικού ψυχαγωγικού περιεχομένου ( μυθοπλασία π.Χ.), δε βρίσκεται στην κατάργηση ενός είδους πιο ανάλαφρης και παρεειστικής ψυχαγωγίας. Βρίσκεται αντιθέτως, στην αντιπαράταξη ενός καινοτόμου και ορθώς δομημένου μυθοπλαστικού περιεχομένου. Ένα μυθοπλαστικό περιεχόμενο που δε θα βασίζεται στην ποσότητα, αλλά στην καινοτομία και στην ουσία. Είναι προτιμότερο λοιπό να πραγματοποιούνται πέντε-έξι τηλεοπτικές σειρές το χρόνο, οι οποίες θα μας φέρουν ένα βήμα πιο κοντά στις ξένες σειρές που τόσο θαυμάζουμε, παρά να γυρίζονται αμέτρητες σειρές, μόνο και μόνο για να γυριστούν. Στο αντεπιχείρημα που ευλόγως προκύπτει: « Και οι άνθρωποι που δουλεύουν στις παραγωγές αυτές; Θα μείνουν άνεργοι μας λες»; Απαντώ ξεκάθαρα πως ΟΧΙ! Και απαντώ όχι, διότι είναι εμπράκτως αποδεδειγμένο ( όχι μόνο σε πλούσιες δυτικές χώρες με παράδοση στη μυθοπλασία), ότι εάν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες, οι θέσεις εργασίας στο χώρο της μυθοπλασίας ( υποκριτικές και τεχνικές), μπορούν να διπλασιαστούν! Οι σειρές εποχής λοιπόν, μπορεί να προϋποθέτουν ένα βραχυπρόθεσμο ρίσκο, μα επιφέρουν ένα μακροπρόθεσμο όφελος ανυπολογίστου αξίας. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ προσωπικά, αδυνατώ να πιστέψω ότι χώρες όπως η Τουρκία και η Πολωνία, η μυθοπλασία των οποίων έχει φτάσει να προβάλλεται στο Netflix, διαθέτουν καλύτερη φυσική και υλική υποδομή από τη δική μας χώρα. Τη χώρα των αμύθητων θρύλων και των παραδόσεων, τη χώρα των εντυπωσιακών φυσικών τοπίων και εικόνων.
Το πρόβλημα στο χώρο της μυθοπλασίας δε βρίσκεται επομένως στην έλλειψη ιδεών ή στην έλλειψη υποδομής, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, αλλά στην έλλειψη ισχυρής βούλησης. Ισχυρής βούλησης για καινοτόμες ενέργειες και παραγωγές, οι οποίες θα προσφέρουν στην Ελλάδα μας, τον πρωταγωνιστικό ρόλο που δικαιούται στο χώρο των καλών τεχνών και του θεάματος. Όλα αυτά βέβαια δεν μπορούν να συντελεστούν με ευχολόγια ή με αφορισμούς, αλλά με επίπονη, μακρόχρονη και αδιάκοπη εργασία. Καιρός οι Έλληνες, ο λαός που γέννησε την τραγωδία, την κωμωδία και την σάτιρα, να διεκδικήσει τη θέση που του αρμόζει στην σύγχρονη καλλιτεχνική ιστορία. Να μην αρκείται στα κολακευτικά λόγια για το ένδοξο παρελθόν του και να διεκδικήσει ένα ένδοξο μέλλον. Έχουμε την υποδομή αλλά και την ικανότητα να πετύχουμε. Μένει να αποκτήσουμε και τη βούληση να πετύχουμε! Να ξεπεράσουμε επιτέλους τα σύνδρομα της κατωτερότητας και της μιζέριας που μας διακατέχουν και η πατρίδα μας να καταστεί ξανά, το πολιτισμικό κέντρο του κόσμου μας.
Κατανοώ ότι κάποιοι δε συμφωνείτε με όσα γράφω. Θεωρείται τα γραφόμενα μου όνειρα θερινής νυκτός. Μπορεί να έχετε δίκιο και διόλου δε σας ψέγω για αυτό. Γιατί όμως δεν προσπαθούμε επιτέλους να πραγματοποιήσουμε τα όνειρα μας; Για πόσο ακόμα θα αρκούμαστε στον εύκολο αφορισμό και δε θα εργαζόμαστε για να διορθώσουμε τα λάθη μας; Πότε θα αποφασίσουμε επιτέλους να παράγουμε αξίες και όχι στερεότυπα και ξενισμό;

