Ευριπίδης: « Ο μικρός νικάει τον μεγάλο όταν έχει δίκιο»
Στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ικέτιδες», συναντάμε την εμπνευσμένη ρήση την οποία παραθέτω στον τίτλο: « Ο μικρός νικάει τον μεγάλο όταν έχει δίκιο». Μία ρήση άκρως ιδεατή και ονειροπολική, την οποία όμως πολλοί θα κατέκριναν ( όχι αδίκως), ως ανεδαφική και ουτοπική. Επειδή όμως μέσω του ιστολογίου αυτού, επιχειρώ να ξεφεύγω από τα άτυπα θέσφατα του δημοσίου διαλόγου, οφείλω να παραθέσω με επιχειρήματα την δική μου άποψη. Την δική μου άποψη, η οποία βρίσκει τη ρήση του Ευριπίδη ναι μεν ονειροπολική, αλλά όχι και ακατόρθωτη.
Η νίκη και η ήττα άλλωστε, είναι από μόνες τους δύο έννοιες αμφιλεγόμενες και ασαφείς. Σίγουρα υπάρχει η τελική νίκη και ήττα η οποία είναι δεδομένη και μη αμφισβητήσιμη, αλλά τι γίνεται μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο; Οι προηγούμενες μάχες που δόθηκαν και οι ένδοξες νίκες που με κόπο κατακτήθηκαν, πρέπει να παραγράφονται από τη μνήμη μας; Ασφαλώς και όχι! Ένα χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα, το οποίο δικαιώνει τις θέσεις μου αυτές, είναι η εξέγερση των απελεύθερων υπηκόων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, υπό την ηγεσία του ρωμαλέου Σπάρτακου. Μία εξέγερση η οποία θεωρήθηκε ως μία ασήμαντη στάση μερικών αγροίκων, αλλά παραλίγο να διαλύσει τα θεμέλια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Άραγε λοιπόν ο Σπάρτακος και οι χιλιάδες ακόλουθοι του, οι οποίοι πάλεψαν για έναν έντιμο και δίκαιο σκοπό, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κοινοί ηττημένοι; Οι κοινοί δούλοι, που κατόρθωσαν να γράψουν τα ονόματα τους, στα βιβλία της παγκόσμιας ιστορίας με ολόχρυσα γράμματα, πρέπει να ξεχαστούν ως κοινοί ηττημένοι και μαζί με αυτούς να ξεχαστούν οι ένδοξοι και δίκαιοι αγώνες τους;
Ας αφήσουμε όμως την ατέρμονη θεωρητική συζήτηση περί νίκης και ήττας και ας εισέλθουμε στην έμπρακτη επιβεβαίωση των ισχυρισμών μου. Η ιστορία αδιαμφισβήτητα βρίθει από παραδείγματα αδικιών. Βρίθει από παραδείγματα ασυδοσίας των ισχυρών έναντι των ανίσχυρων, όπως επίσης βρίθει από παραδείγματα, όπου οι κυρίαρχες δυνάμεις, αδικούν τις κατώτερες και πάει λέγοντας. Ας δούμε όμως και ένα παράδειγμα δικαιοσύνης και σεβασμού, μεταξύ μίας πανίσχυρης και ακμάζουσας αυτοκρατορίας και ενός μικρού, αλλά και ένδοξου βασιλείου. Θα αναφερθώ λοιπόν, στην ιστορία του ηγεμόνα των Λαζών Γουβάζη, κατά την περίοδο των νικηφόρων εκστρατειών του βυζαντινού στρατού σε Ιταλία και Λαζική ( Λαζική=αρχαία Κολχίδα), την οποία μας παραθέτει στις ιστορίες του, με αξιοθαύμαστες και αξιέπαινες (για την αντικειμενικότητα τους) λεπτομέρειες ο Αγαθίας ο Σχολαστικός.
Ο Γουβάζης λοιπόν, υπήρξε ο ηγεμών των Λαζών κατά το χρονικό διάστημα 541-555 μ.Χ. Η μητέρα του είχε ρωμαϊκή καταγωγή και ο ίδιος είχε ανατραφεί και εκπαιδευτεί κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα. Αρχικά φαίνεται να αποδείχτηκε την Περσική επικυριαρχία στο βασίλειο του, μα το 547 αποτίναξε τον Περσικό ζυγό και ζήτησε την προστασία του προσωπικού του φίλου Ιουστινιανού. Εκείνος σεβόμενος ανέκαθεν τον Γουβάζη ως βασιλέα και ως άνθρωπο, αλλά και θέλοντας να θρέψει προφανώς τις δικές τους επιθυμίες για δόξα και οικουμενική ισχύ, έσπευσε να βοηθήσει τον Γουβάζη, να αντιμετωπίσει τα εχθρικά Περσικά στρατεύματα, στέλνοντας στη Λαζική ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, των οποίων ηγούντο τρεις πολύπειροι στρατηγοί ( Βέσσας, Μαρτίνος, Βούζης), αλλά και ένας νεαρός συγγενής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο Ιουστίνος.
Ο πανίσχυρος αυτοκρατορικός στρατός όμως, συνάντησε μεγάλες δυσχέρειες στο κατακτητικό του έργο. Τα τεχνάσματα του Πέρση στρατηγού Μερμερόη, έδωσαν σημαντικό πλεονέκτημα στους Πέρσες και οι στρατηγοί του αυτοκρατορικού στρατού, αναγκάστηκαν να αλλάξουν τακτική. Ο θάνατος του ευφυέστατου Μερμερόη, προκάλεσε σύγχυση στο Περσικό στρατόπεδο, αλλά οι έριδες εντός του βυζαντινού στρατού υπήρξαν πολύ έντονες. Ο δε Γουβάζης σπεύδει να ονοματίσει στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό τους υπεύθυνους της ντροπιαστικής υποχώρησης του αυτοκρατορικού στρατού και ο Ιουστινιανός εμπιστευόμενος απόλυτα την κρίση του, καθαιρεί τον γηραιό στρατηγό Βέσσα, ενώ ορίζει τον Μαρτίνο ως αρχιστράτηγο.
Οι Μαρτίνος και Ρούστικος όμως ( αυτοκρατορικός αξιωματούχος υπεύθυνος για τις ανταμοιβές των στρατιωτών), φθονώντας τον βασιλέα των Λαζών για την επιρροή που ασκούσε στον αυτοκράτορα και για τον προσβλητικό τρόπο που τους συμπεριφέρονταν θέλησαν να ξεφορτωθούν τον ίδιο και τις ενοχλητικές αλήθειες που ξεστόμιζε για αυτούς. Αποφασίζουν οι δυο τους λοιπόν να τον δολοφονήσουν, αφού πρώτα βολιδοσκοπήσουν τις προθέσεις του αυτοκράτορα επί του θέματος.
Για τον σκοπό αυτό, στέλνουν τον Ιωάννη ( αδερφός Ρούστικου), να ενημερώσει τον αυτοκράτορα για την προδοσία και τον μηδισμό του ύπουλου Γουβάζη. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ασφαλώς και δεν πείθεται εύκολα για τις βαρύτατες αυτές κατηγορίες, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση όχι μόνο με τον χαρακτήρα του έμπιστου Γουβάζη, αλλά και με τον πρότερο ηγεμονικό του βίο ( αποτίναξη Περσικού ζυγού). Ζητά από τον Ιωάννη να φέρουν τον Γουβάζη ενώπιον του και τους προτρέπει εάν αρνηθεί να τους ακολουθήσει, χρησιμοποιώντας βία ( δείγμα ενοχής και φόβου), να τον φονεύσουν.
Κάπως έτσι λοιπόν και εκμεταλλευόμενοι την τελευταία εντολή του Ιουστινιανού, οι Μαρτίνος και Ρούστικος, υπό τη συνοδεία των Ιουστίνου του Βούζη και ισχυρής στρατιωτικής δύναμης, συναντήθηκαν με τον ηγεμόνα των Λαζών στον ποταμό Χωβούν. Ο Γουβάζης, θεωρώντας ότι θα συζητήσει με τους βυζαντινούς στρατιωτικούς για θέματα στρατηγικής, κατέφτασε χωρίς καμία απολύτως προφύλαξη και με τους ακολούθους του άοπλους. Όταν λοιπόν ο ορθολογιστής Λάζος ηγεμών, αρνήθηκε να στείλει τους στρατιώτες του στο πεδίο της μάχης, εάν πρώτα οι βυζαντινοί στρατιωτικοί δεν απεδείκνυαν ότι είναι αντάξιοι των ένδοξων προγόνων τους, έδωσε στους αντιπάλους του την τέλεια αφορμή να τον κατηγορήσουν για μηδισμό και μυστικές συμφωνίες με τους Πέρσες. Οι σκηνές που ακολουθούν συνταρακτικές και δείγματα της στυγερής και φθονερής φύσεως του ανθρώπου...
Ο Ιωάννης μαχαιρώνει τον έφιππο Γουβάζη στο στήθος, προτού το πλήθος των παρευρισκόμενων προλάβει να αντιδράσει και να αντιληφθεί τι έχει συμβεί. Ο δύσμοιρος ηγεμών κυλιέται στις λάσπες ταπεινωμένος και λαβωμένος, προσπαθώντας με αξιοθαύμαστο κουράγιο να σταθεί στα πόδια του. Προτού όμως τα καταφέρει, ένας σωματοφύλακας του Ρούστικου προλαβαίνει και του επιφέρει ένα θανάσιμο χτύπημα στο κεφάλι.
Η απάνθρωπη και κτηνώδης αυτή δολοφονία, έφερε δυσαρέσκεια όχι μόνο στους Λάζους, μα και στους Ιουστίνο και Βούζη που δεν γνώριζαν τι επρόκειτο να συμβεί, μα μπροστά στο υποτιθέμενο αυτοκρατορικό θέλημα σώπασαν. Οι Λάζοι διχάστηκαν. Σε μία έκτακτη συνέλευση την οποία περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ο Αγαθίας, πολλοί Λάζοι θέλησαν πλήρη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τους Ρωμαίους και επιστροφή στην Περσική επικυριαρχία. Εν τέλει όμως, η άποψη του συνετού ευγενούς Φαρτάζη υπερίσχυσε. Ο Φαρτάζης πρότεινε την παραδειγματική τιμωρία των άτιμων δολοφόνων του βασιλέως Γουβάζη, πρότεινε όμως παράλληλα, να μη λησμονηθεί η πολιτική κληρονομιά του αδικοχαμένου βασιλέως. Σε έναν λόγο υπόδειγμα συνετού και ορθού λόγου, ο Φαρτάζης θυμίζει στους συμπατριώτες του την ισχυρή και ειλικρινή φιλία μεταξύ Γουβάζη και Ιουστινιανού, θυμίζει τους λόγους για τους οποίους οι Λάζοι, με πρωτοστάτη τον εκλιπόντα ηγεμόνα τους, επαναστάτησαν εναντίον των Περσών (διαφορετικά ήθη και έθιμα, διαφορετική κοσμοθεωρία και θρησκευτική ανελευθερία), ενώ παράλληλα καταδικάζοντας τον ολοκληρωτισμό που επικρατεί στις μέρες μας, αντιτίθεται στα δημαγωγικά επιχειρήματα του ευγενούς Αιήτη(υπέρμαχος του αντιρωμαικού στρατοπέδου) και τονίζει ότι επειδή κάποιοι από τους Ρωμαίους αποδείχτηκαν αναξιόπιστοι και άτιμοι, δεν μπορεί σύσσωμοι οι πολίτες της συμμαχικής αυτής δύναμης να στιγματιστούν με αυτό το επαχθές ιστορικό στίγμα.
Οι Λάζοι μη λησμονώντας τον αδικοχαμένο βασιλέα τους, αλλά και μη λησμονώντας το παρελθόν του λαού τους, αποφασίζουν να σταθούν στο πλευρό των Βυζαντινών και αφού οι Πέρσες νικηθούν, να ζητήσουν δικαίωση για τον εκλιπόντα βασιλέα τους. Ο δε αυτοκράτωρ Ιουστινιανός, έσπευσε να υλοποιήσει τις επιθυμίες των ευγενών Λαζών, διορίζοντας τον βυζαντινοαναθρεμένο Τζάθη ( αδερφός Γουβάζη), ως βασιλέα των Λαζών με μία μεγαλοπρεπή τελετή, ενώ παράλληλα συνέλαβε τον Ρούστικο και τον Ιωάννη και τους κράτησε φυλακισμένους, μέχρι να δικαστούν για το αποτρόπαιο έγκλημα τους.
Εν τέλει, η ολοκληρωτική νίκη εναντίον των Περσών ήλθε και ο δημοφιλής στρατηγός Μαρτίνος συνέβαλλε τα μέγιστα σε αυτή την επιτυχία. Όμως μόλις τα επινίκια τελείωσαν, η ώρα της κρίσεως έφτασε. Σε μία δίκη την οποία ο Αγαθίας χαρακτηρίζει ως Αθηναϊκή, λόγω της δημοκρατικής και μεγαλοπρεπής φύσεως της, η οποία θύμισε τις ένδοξες δίκες οι οποίες διεξάγονταν στο λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας. Με το πλήθος λοιπόν να συμμετέχει ενεργά στην ακροαματική διαδικασία ( επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες επιχειρημάτων), οι δύο πλευρές, ανέπτυξαν πλήρως και σε βάθος τα επιχειρήματα τους. Με σεβασμό λοιπόν στο σύμμαχο λαό των Λαζών και χωρίς την παραμικρή θέληση για συγκάλυψη των εγκλημάτων των ευγενών συμπατριωτών του, ο ανώτατος και αδέκαστος πρόεδρος του δικαστηρίου Αθανάσιος, αφού διαπίστωσε ότι τα επιχειρήματα των Λαζών ήσαν δίκαια και ορθολογικά, ενώ των συμπατριωτών του κενόδοξα και «ρηχά», αποφάσισε το εξής: Θανατική ποινή στους Ρούστικο και Ιωάννη διά του επαχθούς βασανιστηρίου της δημοσίας διαπόμπευσης και του αποκεφαλισμού.
Όσον αφορά τον στρατηγό Μαρτίνο, καθώς οι συμπλοκές συνεχιζόταν στην περιοχή της Λαζικής, ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός μη θέλοντας να διαταράξει την στρατιωτική ιεραρχία και να δώσει την ευκαιρία στους αντιπάλους να εκμεταλλευτούν το κενό εξουσίας που θα ανέκυπτε από την καθαίρεση του ικανότατου Μαρτίνου, δεν προχώρησε στην άμεση απομάκρυνση του. Μόλις όμως ο κίνδυνος παρήλθε, ο Ιουστινιανός τιμώρησε τον ένδοξο και δημοφιλή στρατηγό, στερώντας του κάθε στρατιωτικό και πολιτικό δικαίωμα και καθιστώντας τον έναν απλό ιδιώτη.
Τι διαπιστώνουμε από αυτή την συναρπαστική ιστορία που ο Αγαθίας με πολύ πιο γλαφυρό και περίτεχνο τρόπο από εμένα, μας παραθέτει στις ιστορίες του; Διαπιστώνουμε ότι η εξουσία βασίζεται πράγματι στην επίδειξη ισχύος και στην τεχνική της εξαπάτησης και του κυνικού τυχοδιωκτισμού. Όμως όπως και ο Φαρτάζης μας αναφέρει, η ολοκληρωτική κρίση και η «τσουβαλοποίηση» μίας ομάδας συνανθρώπων μας, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε επικίνδυνα μονοπάτια. Αποδεικνύεται από την ιστορία αυτή, ότι η ρήση του Ευριπίδη είναι σίγουρα ονειροπολική, μα όχι ανεδαφική. Αποδεικνύεται ότι όπως οι Λάζοι παρέμειναν πιστοί στις αρχές και τις αξίες τους, τιμώντας τη μνήμη του αδικοχαμένου βασιλέως τους και επιζητώντας δικαιοσύνη ( την οποία και κέρδισαν), οφείλουμε και εμείς να επιζητούμε το δίκαιο στη ζωή μας, χωρίς διάθεση ηττοπάθειας και ματαιοπονίας, αλλά παραμένοντας πιστοί στις αρχές και τις αξίες μας.
Όσον αφορά το εξουσιαστικό κομμάτι της υποθέσεως, κάθε λαός, έχει την κυβέρνηση που του αρμόζει. Οι κυβερνώντες δεν αποτελούν παρά τον επώνυμο καθρέφτη του αχανούς και απροσδιόριστου πλήθους που τους εκλέγει. Εάν λοιπόν θέλουμε κυβερνώντες άξιους, ικανούς, δίκαιους και αμερόληπτους, οφείλουμε εμείς οι ίδιοι να εργαστούμε για να κατακτήσουμε αυτές τις αρετές και να γεννήσουμε μία νέα ελπιδοφόρα γενιά πολιτών και πολιτικών, η οποία θα οδηγήσει τη χώρα μας σε ΛΑΜΠΡΟΤΕΡΕΣ και ΔΙΚΑΙΟΤΕΡΕΣ μέρες. Ας γίνουν επιτέλους σημαίες του κοινού μας αγώνα, η εθνική μας ανεξαρτησία και αυτάρκεια, καθώς και η κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία!