
Η συμβολή της θρησκευτικής πίστεως στα έπη του Ελληνισμού
Η ελληνική φυλή, ανέκαθεν ταυτιζόταν με την αγάπη της για τη θρησκεία. Οι Έλληνες ως μία φυλή βαθύτατα φιλοσοφημένων και φιλομαθών ανθρώπων, διαρκώς προσπαθούσαν να βρουν τρόπους και θεωρίες για να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν και τον τρόπο λειτουργίας τους. Φιλομαθείς και καλλιεργημένοι καθώς ήταν λοιπόν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, κατόρθωσαν να αντιληφθούν αυτό το οποίο στις ημέρες μας αμφισβητείται. Κατόρθωσαν να αντιληφθούν πως η πίστη σε μία δύναμη θεϊκή και ανώτερη από τους ανθρώπους ( θεία δίκη), είναι και ο μόνος τρόπος για να χτιστεί μία ανθρώπινη κοινωνία εξευγενισμένη και δίκαιη. Μία δύναμη η οποία θα είναι σε θέση να τιμωρεί και τους πλέον ισχυρούς, όταν καταστούν αλαζόνες και αμετροεπείς και θα μπορεί να επιβραβεύει και τους πλέον ταπεινούς και άσημους, όταν ζουν έναν βίο ενάρετο, είναι μία δύναμη η οποία πράγματι μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των ανθρώπων. Διότι άνδρες και γυναίκες, πλούσιοι και φτωχοί, μεγάλοι στρατηγοί και απλοί οπλίτες, όλοι τους λογοδοτούν στην ανώτερη αυτή δύναμη, η οποία θα μπορέσει να τους εξασφαλίσει είτε έναν μεταθανάτιο βίο, ειδυλλιακό και ιδεατό είτε έναν μεταθανάτιο βίο επώδυνο και οδυνηρό.
Ασφαλώς βέβαια, τα όρια μεταξύ της θρησκοληψίας και της επιθετικής αθεΐας πρέπει να είναι ευδιάκριτα. Στην εποχή που βιώνουμε λοιπόν, πρέπει να εργαστούμε έτσι ώστε να επικρατήσει η υποδειγματική μεσότητα της ανεξιθρησκίας. Έτσι ώστε κάθε άνθρωπος να μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τα θρησκευτικά του πιστεύω, αρκεί να μην εμποδίζει τον συνάνθρωπο του να εκφράζει τα δικά του πιστεύω. Προτού όμως εισέλθω στο κυρίως θέμα του σημερινού άρθρου, οφείλω να προσπαθήσω να δώσω έναν ορισμό των δύο άκρων της θρησκείας και της υποδειγματικής μεσότητας. Ένας άνθρωπος λοιπόν μπορεί να είναι θρήσκος με την ορθή έννοια του όρου, μα μπορεί να είναι θρήσκος είτε καθ'υπερβολήν είτε κατ' έλλειψιν όπως θα έλεγε και ο μέγας Σταγειρίτης φιλόσοφος. Υπερβολικός θρήσκος λοιπόν, είναι το θρησκόληπτο αυτό άτομο, το οποίο επιχειρεί όχι απλώς να ασκήσει το δικαίωμα της πίστης του, αλλά και να υποβαθμίσει και να εμποδίσει το δικαίωμα του αλλόθρησκου συμπολίτη του να ασκήσει την δική του πίστη. Υπερβολικός θρήσκος είναι αυτός ο οποίος υπερτονίζει την θρησκευτική του ιδιότητα και διεγείρει τα πάθη μεταξύ των συμπολιτών του, ακριβώς επειδή επιδιώκει την προσωπική του ωφέλεια. Θρησκόληπτοι ήταν εν ολίγοις οι κάτοικοι των Δελφών, οι οποίοι όταν ο Αίσωπος κατηγόρησε τους ιερείς του Μαντείου τους ότι καπηλεύονται το όνομα του Θεού Απόλλωνα για να ζουν πλουσιοπάροχα, έσπευσαν να γκρεμίσουν τον ειλικρινή και αγαθό παραμυθά, από τις κορυφές των Φαιδριάδων.
Και αφού λοιπόν δώσαμε τον ορισμό του θρησκόληπτου ανθρώπου με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα και καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως θρησκόληπτος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος δεν είναι διατεθειμένος να σκεφτεί με σύνεση και λογική και να ακούσει κάποια διαφορετική φωνή, ας ορίσουμε και τον «ελλειπτικό» θρήσκο. Ελλειπτικός θρήσκος φαινομενικά, είναι αυτός ο οποίος δεν πιστεύει σε καμία θεϊκή δύναμη και ο οποίος διαλέγει να ερμηνεύει τον κόσμο με μία καθαρά ανθρωποκεντρική ματιά. Όμως κατά τη δική μου άποψη, η αντίληψη αυτή δεν είναι καθόλου κατακριτέα. Μπορεί να μην την ασπάζομαι, μα με χαρά και προθυμία θα συζητήσω με έναν τέτοιο άνθρωπο και θα δεχτώ να μου αναπτύξει την κοσμοθεωρία του, εφόσον και εκείνος σέβεται τη δική μου.
Για το λόγο αυτό λοιπόν ορίζω ως επικίνδυνο άκρο όχι την αθεΐα, αλλά την «επιθετική αθεΐα». Και την ορίζω ως επικίνδυνο άκρο, ακριβώς επειδή στην πράξη καταλήγει μία πολύ επικίνδυνη μορφή δεσποτείας. Ηγέτης ο οποίος δεν φοβάται ούτε καν τον ίδιο τον Θεό άλλωστε, πως είναι δυνατόν να μην σκορπίσει πανικό και όλεθρο στους αντιφρονούντες συμπατριώτες του. Όταν ένας άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του τόσο σπουδαίο, ώστε να απαρνείται τον Θεό, σύντομα καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο ίδιος είναι «Θεός» και πως όλοι πρέπει να τον αντιμετωπίζουν με τέτοιον τρόπο. Ο δογματικός αθεϊσμός ή ο ανθρωποκεντρικός δεσποτισμός εάν θέλετε, έτσι όπως εφαρμόστηκε από κομμουνιστικές ηγέτες όπως ο Ιωσήφ Στάλιν, ο Ενβέρ Χότζα κ.α. δεν διαφέρει σε τίποτα από τον Παπικό μεσαίωνα. Απλώς οι δεσπότες της αθεΐας, απαρνούνται πλήρως την θεία δύναμη και θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο ισχυρούς και άτρωτους, έτσι ώστε οικειοποιούνται τον τίτλο του ποιμένος των συμπολιτών τους και ΑΠΑΙΤΟΥΝ την τυφλή πίστη και υπακοή του λαού προς το πρόσωπο τους. Η δε μοίρα των αντιφρονούντων στις επικίνδυνες αυτές απόψεις, γνωστή και άκρως αποκρουστική και κατακριτέα. Όμως για να μην καταστώ φλύαρος, θα συνοψίσω το «κατηγορώ» μου στην επιθετική αθεΐα, με τη ρήση που χρησιμοποίησε ένας φοβερός διανοητής του Ρωσικού πνεύματος, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι: « Χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται»! Και όταν όλα επιτρέπονται, δεν αργεί η στιγμή που οι ανθρώπινες πόλεις μετατρέπονται σε ζούγκλες χτισμένες από μπετό και οι άνθρωποι μετατρέπονται σε αδηφάγα κτήνη με ανθρώπινη όψη και λαλιά!
Αφού λοιπόν ορίσαμε τα δύο άκρα της θρησκείας, οφείλουμε να ορίσουμε και την υποδειγματική μεσότητα, επιστρέφοντας παράλληλα στο κυρίως θέμα του σημερινού άρθρου. Ο υποδειγματικός θρήσκος, κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη λοιπόν, είναι αυτός ο οποίος δεν ντρέπεται να δηλώσει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, παράλληλα όμως δεν αναιρεί από τους συνανθρώπους του το δικαίωμα να εκφράσουν τα δικά τους πιστεύω. Υποδειγματικός θρήσκος είναι αυτός που αγωνίζεται στο όνομα ενός Θεού δίκαιου. Και σε επίπεδο ηγεσίας εάν θέλετε, σωστός ηγέτης είναι αυτός ο οποίος χρησιμοποιεί τη θρησκεία για να ενώσει τον λαό. Για να τους υπενθυμίσει τις κοινές αξίες και τα κοινά ιδανικά, τα οποία η φυλή τους πρεσβεύει. Η επιβεβαίωση για τη θεωρία μου αυτή, έρχεται και πάλι από την Αρχαία Ελλάδα.
Στην Αρχαία Ελλάδα λοιπόν, η θρησκεία αποτελούσε ενωτικό παράγοντα των Ελλήνων. Η άποψη αυτή δε μαρτυρείται από άπειρες ιστορικές πηγές, μερικές εκ των οποίων θα καταθέσω εν τάχει... Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς αρχικά, παραθέτοντας στο αριστουργηματικό ιστορικό του έργο την απάντηση των Αθηναίων στην πρόταση του Πέρση Μαρδονίου για σύμπραξη και ηγεμονικό ρόλο στην Ελλάδα ( αρκεί φυσικά να τον βοηθήσουν να υποδουλώσει τους υπόλοιπους Έλληνες), μας παραδίδει την έννοια του έθνους, όπως την αντιλαμβανόντουσαν οι πρόγονοι μας: «Ο ελληνισμός, ένας κόσμος που στις φλέβες του κυλά το ίδιο αίμα και που μιλά την ίδια γλώσσα κι έχει κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και συνήθειες ίδιες κι απαράλλαχτες - η προδοσία όλων αυτών θα ήταν αίσχος για τους Αθηναίους.
Στο μνημειώδες έργο του Ηροδότου βλέπουμε επίσης, πως ο Αριστείδης ο δίκαιος ( απαντώντας εκ μέρους της εκκλησίας του Δήμου), αιτιολογεί την ανυποχώρητη στάση των Ελλήνων και κηρύσσει τον πόλεμο υπέρ βωμών και εστιών, ως ένας πρώιμος Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος κήρυξε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων με το λιτό και περιεκτικό σύνθημα « Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος: «όσο ο ήλιος θ᾽ ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που και σήμερα πορεύεται, αποκλείεται να κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη, αλλά θα βγούμε αντίμαχοί του έχοντας τα θάρρη μας στους θεούς που πολεμούν στο πλευρό μας και στους ημιθέους, που εκείνος, αθεόφοβος πέρα για πέρα, πυρπόλησε τους ναούς και τ᾽ αγάλματά τους». Βλέπουμε λοιπόν ότι οι έννοιες Ελληνισμός και πίστη στη « Θεία δίκη», είναι έννοιες διαχρονικά ταυτόσημες. Άλλωστε όπως έλεγε και ο Πλάτων, εκφράζοντας την άποψη των Ελλήνων περί του «θείου»: «Ο θεός δεν είναι ποτέ και καθόλου άδικος».
Όμως πέραν του θεωρητικού πλαισίου, ας δούμε πως η πίστη βοήθησε τους απλούς Έλληνες οπλίτες, να πετύχουν μερικά από τα πιο μεγαλειώδη έπη του Ελληνισμού. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το ταξίδι μας στο χρόνο, από την περίφημη μάχη του Μαραθώνος, η οποία πραγματοποιήθηκε το 490 π.Χ. και είχε ως αποτέλεσμα την άτακτη φυγή των Περσών από τον Ελλαδικό χώρο, μετά τη μνημειώδη ήττα τους από τον Ελληνικό στρατό. Τη νίκη στη μάχη αυτή λοιπόν, οι Έλληνες την απέδιδαν όχι μόνο στην εξαιρετική στρατηγική του Μιλτιάδη, μα και στην «θεία πρόνοια». Οι μαρτυρίες απλών οπλιτών για τον Θεό Πάνα, ο οποίος κατέβηκε στο πεδίο της μάχης και με τις φοβερές κραυγές του σκόρπισε τον πανικό στους Πέρσες ήταν πραγματικά αμέτρητες. Πολλοί μάλιστα ισχυρίζονταν σύμφωνα με τον Πλούταρχο, πως ο Θησέας, ο θεοποιημένος βασιλεύς των Αθηναίων, βρέθηκε στο πλάι των συμπατριωτών του και αγωνίστηκε ενάντια στους ξένους εισβολείς.
Και αυτό δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Ας ταξιδέψουμε τώρα στο 279 π.Χ. και ας δούμε τους Γαλάτες, υπό την αρχηγεία του στρατηγού Βρέννου να επελαύνουν στην ηπειρωτική Ελλάδα και να προκαλούν απίστευτες καταστροφές. Οι Έλληνες αν και διχασμένοι, ενώνονται για ακόμα μια φορά απέναντι στον κοινό εχθρό. Με μπροστάρηδες τους Αιτωλούς και τους Βοιωτούς, δημιουργείται ένα ικανό στρατιωτικό σώμα, το οποίο επιχειρεί να σταματήσει στις Θερμοπύλες, την προέλαση του πανίσχυρου Γαλατικού στρατού. Ένα σώμα το οποίο αποτελείται από Αιτωλούς, Βοιωτούς, Φωκείς, Αθηναίους, Μικρασιάτες, Μακεδόνες ( και αργότερα και Αχαιούς) οπλίτες και του οποίου ηγούνταν ο Αθηναίος Κάλλιππος. Ο ευφυής Βρέννος όμως ( ο οποίος ήδη είχε κερδίσει σε μάχη τον Μακεδόνα βασιλέα Πτολεμαίο Κεραυνό, του οποίου το κεφάλι κράτησε ως λάβαρο της νίκης του) αποφεύγει μία απευθείας σύγκρουση με τον Ελληνικό στρατό και διαλέγει με μία κυκλωτική κίνηση να προσεγγίσει το μαντείο των Δελφών και τους πολύτιμους θησαυρούς του. 40.000 Γαλάτες λοιπόν κατευθύνθηκαν προς το μαντείο των Δελφών, διαπράττοντας φρικτές κτηνωδίες, στα χωριά στα οποία εισέρχονταν. Ο δε Παυσανίας, περιγράφει με φρίκη και αποτροπιασμό, τα εγκλήματα των Γαλατών στο αρχαίο Κάλλιον ( σημερινό Κλαψί λόγω του θρήνου των επιζώντων από την καταστροφή όπως λέγεται): «Ο Ορεστόριος και ο Κόμβουτις ήσαν εκείνοι οι οποίοι διέπραξαν τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα απ' όσα εξ ακοής γνωρίζομεν και δεν ομοιάζουν καθόλου με άλλα τολμηρά κακουργήματα των ανθρώπων. Έσφαξαν κάθε αρσενικόν άνθρωπον, χωρίς διάκρισιν γερόντων ή νηπίων επί των μαστών των μητέρων τους, όσα έκ των νηπίων είχον γίνει παχύτερα με το γάλα, τα εφόνευον, έπιναν το αίμα τους και έτρωγαν το κρέας τους. Αι γυναίκες και όσαι από τάς παρθένους ήσαν είς ώραν γάμου, αι έχουσαι φιλότιμον, έσπευσαν να αυτοκτονήσουν καθ' όν χρόνον εκυριεύετο η περιοχή. Οσας εύρον έν τη ζωή οι Γαλάται τας μεταχειρίσθησαν με παντός είδους εξευτελισμούς χρησιμοποιούντες μεγάλην βίαν, εφόσον δεν ησθάνοντο καμμίαν συμπόνιαν ή έρωτα. Όσαι γυναίκες εύρισκον τα μαχαίρια των Γαλατών, αυτοκτονούσαν με αυτά, δια δε τας άλλας δεν εβράδυνεν το μοιραίον λόγω της ασιτίας και τις αϋπνίας, διότι οι αγροίκοι βάρβαροι ασχημονούσαν επ' αυτών συνεχώς ο ένας κατόπιν του άλλου, συνευρίσκοντο μάλιστα και με ψυχορραγούσας γυναίκας αλλά και με νεκράς ακόμη»...
Όμως στο σημείο
αυτό, η θεία πρόνοια ήλθε πάλι να αποδώσει την δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τις αρχαίες
πηγές λοιπόν, ο εξοργισμένος Απόλλων προκάλεσε έναν τρομερό σεισμό, καθώς και διαρκείς
κατολισθήσεις οι οποίες τρομοκράτησαν τους Γαλάτες, οι οποίοι στην περίφημη
μάχη στα Κοκκάλια ( από τα κόκκαλα των νεκρών Γαλατών που ανευρίσκονταν στην περιοχή)
έχασαν συνολικά 23.000 άνδρες και υπέστησαν μία πραγματική πανωλεθρία. Οι
δε νικητές Έλληνες, ανέφεραν και πάλι την παρουσία των Θεών στο πλευρό τους στην κρισιμότατη αυτή μάχη για την επιβίωση του Ελληνισμού, ενώ οι Γαλάτες
κατέφυγαν στη Θράκη και συγκεκριμένα στην πόλη Λυσιμάχεια, όπου το 277 π.Χ. ο
βασιλεύς των Μακεδόνων, Αντίγονος Β' Γονατάς τους έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Και
στην μάχη αυτή μάλιστα, πάλι θεωρήθηκε πως ο Θεός Πάνας παρενέβη υπέρ των Ελλήνων
και για αυτό ο Αντίγονος Γονατάς στα νομίσματα που εξέδωσε θέλησε να ταυτιστεί
στη συνείδηση του απλού κόσμου, με τον Θεό Πάνα!
Βλέπουμε λοιπόν ξεκάθαρα θαρρώ, ότι οι
Έλληνες ανέκαθεν πάλευαν, παλεύουν και θα παλεύουν, υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Βλέπουμε ότι οι Έλληνες ανέκαθεν πίστευαν στη «θεία πρόνοια» και ότι ανέκαθεν αποζητούσαν
σε αυτή το απαιτούμενο θάρρος που χρειαζόταν για να γράψουν τα έπη του
Ελληνισμού. Η Παναγία στρατηγός λοιπόν στο μέτωπο του 40', καθώς και το χρέος
των Ελλήνων να αγωνιστούν και να πεθάνουν κάτω από την σημαία του Χριστού (
προτροπή Παπαφλέσσα στους στρατιώτες του), είναι δείγματα συνέχειας του Ελληνισμού.
Είναι κομμάτια της ιστορίας μας τα οποία οφείλουμε να μη λησμονούμε και να
ήμαστε υπερήφανοι για αυτά.
Όλα αυτά βέβαια, όχι σε ένα κλίμα μισαλλόδοξης διαθέσεως και θρησκοληψίας, αλλά κατά την ορθή και σοφή προτροπή του Σόλωνος του Αθηναίου, ο οποίος έλεγε το εξής απλό και σπουδαίο: «Όταν η θρησκεία και οι νόμοι εφαρμόζονται σωστά είναι ωφέλιμοι, αλλά όταν εφαρμόζονται λάθος δεν έχουν καμιά ωφέλεια».