« Και συ Τέκνον Βρούτε»;
Τι να πρωτοαναφέρει κανείς για τη φράση την οποία παραθέτω στο τίτλο του σημερινού άρθρου; Τι να πει πρωτοαναφέρει κανείς, για τα τελευταία πικραμένα λόγια μίας εκ των σπουδαιότερων φυσιογνωμιών που γνώρισε η ανθρωπότητα, του Ιουλίου Καίσαρα; Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς για τον διασημότερο προδότη της ανθρώπινης ιστορίας, του Μάρκου Ιουνίου Βρούτου; Και όμως, πολλοί άνθρωποι αγνοούν την πραγματική καταγωγή του συγκεκριμένου προδότη. Αγνοούν την σπουδαία και πολυδιάστατη προσωπικότητα που διέθετε, καθώς και την ιδιόρρυθμη σχέση θαυμασμού και μίσους που είχε με τον Ιούλιο Καίσαρα.
Ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος λοιπόν, ήταν γόνος μίας σπουδαίας Ρωμαϊκής οικογένειας, με έντονη δημοκρατική παράδοση. Πιο συγκεκριμένα, γενάρχης της οικογενείας του υπήρξε ο Λεύκιος Ιούνιος Βρούτος, ο οποίος ανέτρεψε τον Ετρούσκο μονάρχη, Ταρκύνιο τον Υπερήφανο 450 χρόνια πριν τη γέννηση του Βρούτου, εγκαθιδρύοντας την περίφημη « res publica», ενώ δε δίστασε να θανατώσει τους δύο του γιους ( Τίτο και Τιβέριο), επειδή αναμείχθηκαν σε συνωμοσία για την επαναφορά της ξενόφερτης μοναρχίας. Η δε μητέρα του Μάρκου Ιουνίου Βρούτου, Σερβιλία καταγόταν από τον Σερβίλιο Αχάλα, ο οποίος είχε μαχαιρώσει στην αγορά τον Σπόριο Μαίλιο, ο οποίος φιλοδοξούσε να εγκαθιδρύσει τυραννικό καθεστώς, ανατρέποντας τη ρωμαϊκή δημοκρατία. Είναι λοιπόν εύκολα αντιληπτό θεωρώ, ότι ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος «κουβαλούσε» μία πολύ ηχηρή δημοκρατική κληρονομιά στις «πλάτες» του και εκείνος όχι μόνο δε θέλησε να απαρνηθεί τούτο το μεγαλοπρεπές βάρος, αλλά αντιθέτως, έμαθε να ζει με αυτό...
Όπως όμως μαρτυρούν όλες οι αρχαίες πηγές ( Ελληνογενείς και Λατινογενείς), ο Ιούλιος Καίσαρ, είχε ένα ιδιαίτερο και πολύ ξεχωριστό συναισθηματικό «δέσιμο» με τον Μάρκο Βρούτο. Ένα δέσιμο τόσο ισχυρό, ώστε ο Ιούλιος Καίσαρ συγχώρεσε στο νεαρό δημοκράτη το γεγονός ότι στον περίφημο εμφύλιο πόλεμο Πομπήιου-Καίσαρος, εκείνος πολέμησε στο πλευρό του Πομπήιου. Μάλιστα όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά πάντοτε άκουγε τη γνώμη του, ενώ του εμπιστεύτηκε ανώτατα πολιτειακά αξιώματα όπως αυτό του Αστυδίκη. Η απόφαση αυτή του Ιουλίου Καίσαρα ήταν μπορεί κανείς να πει κομβική, καθώς με τούτη την κίνηση έδειξε να ευνοεί ξεκάθαρα τον Βρούτο ( χρίζοντας τον εν δυνάμει διάδοχο της αυτοκρατορίας του), ενώ παράλληλα αδικούσε άξιους συμμάχους όπως ο Κάσσιος, ο οποίος διακρίθηκε για την γενναιότητα του, στην αποτυχημένη εκστρατεία του Μάρκου Λικίνιου Κράσσου εναντίον των Πάρθων.
Ποια όμως η αιτία της μεροληπτικής αυτής στάσης, η οποία απομόνωσε τον Ιούλιο Καίσαρα και οδήγησε στη στυγερή δολοφονία του με ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΕΙΣ μαχαιριές; Ο Ιούλιος Καίσαρ σύμφωνα με τους ιστοριογράφους της εποχής λοιπόν, είχε ερωτευτεί κατά το παρελθόν τη μητέρα του Μάρκου Βρούτου. Κατά πολλούς δε, ο καρπός του παθιασμένου και μυθιστορηματικού αυτού έρωτος, ήταν ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος. Κάπως έτσι λοιπόν φαίνεται, ότι ο Ιούλιος Καίσαρ αισθανόμενος τον Βρούτο ως παιδί του ( παιδί που προέκυψε μάλιστα από την ερωτική του συνεύρεση με τη γυναίκα που αγάπησε πιο πολύ από όλες), μπορούσε να συγχωρεί τα πάντα στον πιθανό γιο του, ενώ με μεθοδικότητα και σύνεση, τον προετοίμαζε για την ώρα που θα χρειαζόταν να κυβερνήσει το επιβλητικό οικοδόμημα, που ο ίδιος δημιούργησε. Ο Μάρκος Βρούτος λοιπόν, ο εκ πεποιθήσεως και οικογενειακής παραδόσεως δημοκρατικός ανήρ, βλέποντας τον ευεργέτη του να ετοιμάζεται να καταργήσει το δημοκρατικό πολίτευμα και δεχόμενος αφόρητες πιέσεις από τους δημοκρατικούς πολίτες (μηνύματα στο άγαλμα του νεκρού προγόνου του και εγκαθιδρυτή του δημοκρατικού πολιτεύματος, προσωπικές επιστολές που τον εκλιπαρούσαν να τιμήσει την καταγωγή του κ.α.), αποφασίζει να δράσει. Δέχεται την πρόταση του Κάσσιου να ηγηθεί της συνωμοτικής ομάδας που εκείνος δημιούργησε και από κοινού να δολοφονήσουν τον άνθρωπο που απειλούσε να καταργήσει το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Μάρκος Βρούτος διάλεξε μεταξύ της προσωπικής ανέλιξης και του κοινού συμφέροντος ( όπως εκείνος το αντιλαμβάνονταν ασφαλώς), το κοινό συμφέρον. Διάλεξε το δημοκρατικό παρελθόν που κουβαλούσε στις πλάτες του, έναντι του στρατιωτικού απολυταρχισμού, τον οποίον πρέσβευε και ετοιμαζόταν να εγκαθιδρύσει επισήμως ο Ιούλιος Καίσαρ. Γνώριζε ότι τα πλήθη ( για τα οποία αγωνίζονταν κατά τα λεγόμενα του) θα τον μισήσουν, γνώριζε ότι η ιστορία θα τον καταγράψει ως τον πιο αναίσχυντο μεταξύ των προδοτών και τον πιο αχάριστο μεταξύ των ευεργετηθέντων, αλλά δε δίστασε στιγμή να θυσιάσει την υστεροφημία του, για χάρη των φιλελεύθερων ( κατά τα πρότυπα εκείνης της εποχής) πεποιθήσεων του...
Κάπως έτσι λοιπόν, ο Ιούλιος Καίσαρ δολοφονήθηκε με τον στυγερό τρόπο τον οποίο αναφέραμε. Με αξιοπρέπεια η σπουδαία αυτή ιστορική προσωπικότητα δέχτηκε το άδοξο αυτό τέλος. Όταν όμως διαπίστωσε την προδοσία του αγαπημένου του πολιτικού τέκνου, όταν είδε το πολιτικό και βιολογικό δημιούργημα του, να χιμά με πρωτοφανή μανία να κατασπαράξει τον δημιουργό του, στα Ελληνικά ξεστόμισε με κόπο ψυχής την περίφημη αυτή φράση «και συ τέκνον Βρούτε», η οποία αποτέλεσε και το "κύκνειο άσμα". Μπορεί όμως ο πολυτάραχος και μεγαλοπρεπής βίος του Καίσαρος να έληγε στο σημείο αυτό, όμως οι περιπέτειες των επαίσχυντων συνωμοτών, μόλις ξεκινούσαν...
Μετά από μία σύντομη περίοδο αμνηστίας, κατά την οποία ο Βρούτος διορίστηκε διοικητής της Κρήτης και ο Κάσσιος της Λιβύης, η λαϊκή αγανάκτηση, την οποία τεχνηέντως συντήρησαν οι Μάρκος Αντώνιος και Οκταβιανός Αύγουστος, εκδηλώθηκε με φοβερές συνέπειες. Ο λαός ζητούσε το αίμα των συνωμοτών και οι Οκταβιανός, Αύγουστος, Μάρκος Αντώνιος και Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος σύστησαν την περίφημη δεύτερη τριανδρία και προχώρησαν σε εκτελέσεις εκατοντάδων δημοκρατικών πολιτών ( μεταξύ των οποίων και ο λαμπρός πολιτευτής και νομικός Κικέρων). Μάρκος Βρούτος και Γάιος Κάσσιος, αντιλαμβανόμενοι το εχθρικό κλίμα εναντίον τους, συγκρότησαν με αξιοθαύμαστη ταχύτητα, έναν ισχυρότατο στρατό και ήσαν έτοιμοι να αναμετρηθούν με τους αντιπάλους τους και να αποκαταστήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Στην πεδιάδα των Φιλίππων λοιπόν, οι δύο στρατοί συγκρούονται σε μία μάχη άκρως επική. Ο Βρούτος κερδίζει τον Οκταβιανό, μα ο Κάσσιος ηττάται κατά κράτος από τον Μάρκο Αντώνιο. Μην αντέχοντας την ήττα λοιπόν και πιστεύοντας ότι και ο πιστός του συναγωνιστής είχε επίσης ηττηθεί από τον Οκταβιανό, τερματίζει τη ζωή του. Ο θρήνος του Βρούτου απερίγραπτος. Η λαχτάρα του όμως για νίκη και εκδίκηση, υπερνικούσε το πένθος του και γέμιζε τη ψυχή του με κουράγιο και αποφασιστικότητα. Το δε φάντασμα του Ιουλίου Καίσαρος, το οποίο σύμφωνα με τον Πλούταρχο στοίχειωνε τα ήσυχα βράδια του «αναίσχυντου» προδότη, έπαψε να τον τρομάζει...
Ο Βρούτος βλέποντας το τέλος να πλησιάζει και διακρίνοντας μία ξεκάθαρη ηττοπάθεια στο στρατόπεδο του, αποφασίζει να πέσει μαχόμενος. Χαρίζει στους δούλους την ελευθερία τους και δηλώνει έτοιμος να θυσιαστεί για τα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας, τα οποία με σύνεση υπηρέτησε κατά τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του. Στη μάχη που ακολουθεί και η οποία διαδραματίστηκε στις 23 Οκτωβρίου του 42π. Χ, η ηττοπάθεια των στρατιωτών του ( οι περισσότεροι ανήκαν στο στρατό του Κάσσιου), έφερε το μοιραίο τέλος. Ο Βρούτος αποφεύγει την ταπείνωση της αιχμαλωσίας και καταφεύγει σε ένα ασφαλές και απόμακρο σημείο. Το τέλος του; Απλά συγκλονιστικό. Ο δύσμοιρος άνδρας, απαγγέλλει τον στοίχο του Ευριπίδη « τον αίτιο αυτών των συμφορών μη τον ξεχάσεις, Δία» και με πόνο ψυχής φέρει στη μνήμη του, έναν προς έναν τους νεκρούς συναγωνιστές του. Τους νεκρούς που θυσιάστηκαν υπέρ ελευθερίας και δημοκρατίας. Αντιλαμβανόμενος όμως ότι ο αγώνας αυτός δεν μπορεί πλέον να κερδηθεί, αρνείται να δραπετεύσει από το πεπρωμένο του. Αρνείται να συνεχίσει τη ζωή του ως φυγάς, και συγχαίρει τους στρατιώτες του για την ακλόνητη πίστη τους, παρά τις αντιξοότητες που έζησαν όλοι μαζί. Τους ευχαριστεί και αφού οικτίρει την τύχη για τα δεινά που θα βρουν την πατρίδα του, δηλώνει ευτυχισμένος που πεθαίνει μαχόμενος για την αρετή και όχι για τον ακόλαστο πλούτο και την εξουσία, για τις οποίες αγωνίζονταν οι εχθροί του. Έπειτα αποχαιρετά έναν προς έναν τους στρατιώτες του και αφού αποτραβιέται λίγο παραπέρα, μαζί με έναν πιστό συμφοιτητή του κατά την περίοδο όπου σπούδασε την ρητορική τέχνη, του έδωσε να κρατήσει το σπαθί του και εκείνος έστρεψε το βλέμμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να μην γίνει μάρτυρας του αποτρόπαιου θεάματος που θα ακολουθούσε, καθώς ο Βρούτος έπεσε επάνω στο ξίφος του. Έπεσε πάνω του και στη συνέχεια «κοιμήθηκε» έχοντας τη συνείδηση του ήσυχη και προσδοκώντας να συναντήσει στον άλλον κόσμο τους ιδεολογικούς συνοδοιπόρους του, αλλά και εκείνο ακόμα το φάντασμα του Ιουλίου Καίσαρος, που τις νύχτες τριβέλιζε το μυαλό και την ψυχή του...
Η υστεροφημία της προσωπικότητας αυτής; Σίγουρα αμφίσημη και υποκειμενική. Διότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ηθική η στάση του, απέναντι σε έναν άνθρωπο ο οποίος τον ευνόησε με όλες του τις δυνάμεις και πραγματικά τον ευεργέτησε. Όμως πέραν του καθαρά ηθικού κομματιού της υποθέσεως και εξετάζονταν την ιστορία του από μία καθαρά αξιακή και ιδεολογική κατεύθυνση, η προσήλωση του ανδρός αυτού, στα δημοκρατικά του πιστεύω και στη φιλελεύθερη ιδεολογία του είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη και αξιομακάριστη. Και είναι αξιοθαύμαστη, διότι ο Βρούτος μπόρεσε να υπερασπιστεί τα ιδανικά του αυτά, ενώ μία απέραντη αυτοκρατορία, φαινόταν να απλώνεται στα πόδια του, μετά τον θάνατο του Ιουλίου Καίσαρος. Διότι είναι εύκολο και συνετό να αγωνίζεται κανείς για τα συμφέροντα της κοινωνικής ομάδας εις την οποίαν ανήκει ( με κριτήρια οικονομικά, κοινωνικά και ιδεολογικά), αλλά χρειάζεται πραγματικά απέραντη ηθική και τόλμη, έτσι ώστε να υπερασπιστείς το σωστό ( όπως εσύ το θεωρείς), ερχόμενος σε σύγκρουση και παραβλέποντας πλήρως το ατομικό σου συμφέρον.
Εάν ρωτάτε την προσωπική μου γνώμη για τον πιο διάσημο προδότη της ιστορίας, θα τον χαρακτήριζα ηθικό, μα όχι ιδεολογικό προδότη, καθώς παρέμεινε πιστός στις αρχές και τις αξίες που τον ενέπνεαν έως και το τέλος του πολυτάραχου βίου του, χωρίς να υπολογίζει τις βαρύτατες συνέπειες της επιλογής του αυτής. Όσον αφορά την ιστορία και το κατά πόσο αυτή δικαίωσε ή όχι τη στάση του, οι απόψεις και πάλι διίστανται. Πάντως ένα πράγμα είναι βέβαιο, σε μία εποχή όπου η αξιοπιστία του λόγου των δημοσίων προσώπων έχει εκλείψει, το να διαβάζεις την ιστορία πολιτικών οι οποίοι παρέμειναν πιστοί στους λόγους και στις αξίες τους, σίγουρα σε βοηθά να παραμένεις αισιόδοξος, για έναν μελλοντικό πολιτικό βίο, ο οποίος θα διέπεται, από συνέπεια, ορθότητα και αξιοπιστία.