Νικίας ο Σώφρων ή ο εμμονικός;
Οι καιροί που ζούμε
είναι αδιαμφισβήτητα χαλεποί. Σε μία περίοδο διαρκών μεταβολών και
προκλήσεων, αναρωτιέται ευλόγως καθείς και καθεμιά από εμάς, εάν υπάρχουν
ηγέτες ικανοί για να δώσουν λύσεις σε αυτά τα προβλήματα. Αποφεύγοντας λοιπόν τον
«γλυκό» πειρασμό της κρίσης προσώπων της τωρινής πολιτικής σκηνής, θα προχωρήσω
στην κρίση πολιτικών προσώπων του παρελθόντος, τα οποία πρωταγωνίστησαν σε
καιρούς εξίσου επικίνδυνους και περίπλοκους με τους σημερινούς.
Το πρώτο ιστορικό πρόσωπο, του οποίου τα πεπραγμένα επιθυμώ να παραθέσω και να σχολιάσω, είναι ο Νικίας, ο φημισμένος αριστοκράτης της Αθηναϊκής δημοκρατίας με τον αμέτρητο ιδιωτικό πλούτο και τα αγνά πατριωτικά του αισθήματα. Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο Νικίας ως ηγετική φυσιογνωμία της αριστοκρατικής παράταξης κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, δε δίστασε να αντιπαρατεθεί με τον αμετανόητο δημαγωγό Κλέωνα, αλλά και με τον οξυδερκή και λαοπλάνο Αλκιβιάδη, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Σωκράτη. Μπορεί λοιπόν όλοι μας να γνωρίζουμε τον Νικία από την περίφημη «Νίκειο ειρήνη», την οποία ο ίδιος συνομολόγησε με τον βασιλέα της Σπάρτης Πλειστοάνακτα, αλλά πόσα γνωρίζουμε για τον περαιτέρω δημόσιο και στρατηγικό βίο του; Ποια τα προτερήματα και τα ελαττώματα, αυτής της ιστορικής προσωπικότητας; Ήταν τελικά ο Νικίας ένας σώφρων πατριώτης ή ένας εμμονικός πολιτικός-αριστοκράτης, ο οποίος λάτρευε να αντιτίθεται στη θέληση της πλειοψηφίας του Αθηναϊκού λαού;
Ο Νικίας γεννήθηκε το 469π. Χ, ενώ μετά το θάνατο του πατρός του, κληρονόμησε μία αμύθητη περιουσία. Τόσο σπουδαία ήταν η οικονομική ισχύς που διέθετε, ώστε σύμφωνα με τις ιστορικές πήγες στα μεταλλεία του Λαυρίου ( τα οποία αποτελούσαν την κυριότερη πηγή εσόδων του), είχε υπό τη δούλεψη του χίλιους σκλάβους. Αν και υπήρξε γνήσιο μέλος της αριστοκρατικής τάξης των Αθηνών, ο Νικίας επηρεασμένος ίσως και από το κλίμα της εποχής του ( οι περίφημες «λειτουργίες» του Περικλέους έχουν αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο μου), υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρος στη διαχείριση της περιουσίας του. Πάμπολλες φιλανθρωπικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες εντός της πόλεως, γινόταν με τη δίκη του αμέριστη οικονομική συμπαράσταση. Ο Νικίας αργά και μεθοδικά λοιπόν, κατέστη μία σημαίνουσα οντότητα της αριστοκρατικής παρατάξεως και κρίθηκε ικανός να σταματήσει την παντοκρατορία της δημοκρατικής παράταξης. Το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου, σε συνδυασμό με τον περίφημο λιμό των Αθηνών, αποτέλεσε την ιδανική ευκαιρία για μεταβολές στο πολιτικό σκηνικό της πόλεως. Μετά δε και το θάνατο του Περικλέους, ο δρόμος της «αλλαγής», ήσαν πλέον στρωμένος με «ροδοπέταλα»...
Η πολεμική έξαρση που επικρατούσε στις τάξεις του δήμου, σε συνδυασμό με τα θετικά αποτελέσματα στο πεδίο των μαχών, αλλά και τον παθιασμένο και δημαγωγικό λόγο του Κλέωνος, καθυστέρησαν την άνοδο των αριστοκρατών στην εξουσία. Κατά την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Νικίας συμμετείχε σε κάποιες στρατιωτικές επιχειρήσεις, δίχως ιδιαίτερο κύρος και σημασία, ενώ δεν έπαψε να υποστηρίζει την ανάγκη για μια ειρηνική διευθέτηση των διαφορών Αθήνας-Σπάρτης. Θεωρούσε βλέπετε ότι η πόλη των Αθηνών, διακινδύνευε μέσω αυτού του πολέμου να χάσει τα σημαντικά κεκτημένα της. Θεωρούσε ότι η αποστασία των Μυτιληναίων από τη Δηλιακή συμμαχία ( η οποία κατεστάλη με βίαιο τρόπο), δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά ένας προάγγελος μίας γενικευμένης αμφισβήτησης της Αθηναϊκής ηγεμονίας. Ήταν ένας από τους ελάχιστους ο οποίος επέμενε μετά την κατάληψη της Πύλου από το Δημοσθένη (παραδοσιακό προπύργιο της Πελοποννησιακής συμμαχίας), αλλά και την αιχμαλωσία των παραδοθέντων Σπαρτιατών μετά την πολιορκία της Σφακτηρίας, να επιζητεί μια ειρηνική λύση.
Θεωρούσε την συγκυρία αυτή την πλέον κατάλληλη, ώστε η Αθηναϊκή δημοκρατία να εκμεταλλευτεί τη σύγχυση και την απογοήτευση που επικρατούσε στο Σπαρτιατικό στρατόπεδο και να πετύχει μία ειρήνη με άκρως ευνοϊκούς για την ίδια όρους. Μία ειρήνη η οποία θα της επέτρεψε να λύσει τα του οίκου της (οικονομική κρίση και δυσαρέσκεια συμμάχων για την αυταρχική πολιτική της), ενώ παράλληλα θα της προσέδιδε ένα φιλειρηνικό κύρος μεταξύ των υπολοίπων Ελληνικών πόλεων. Οι απόψεις του όμως υποσκιάστηκαν από το θορυβώδη και πομπώδη λόγο του πολεμοχαρούς Κλέωνος, ο οποίος δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να επιδιώξει μία συμβιβαστική λύση. Κάπως έτσι λοιπόν και με το «άστρο» του Βρασίδα, του περίφημου αυτού Λακεδαίμονος στρατηγού να ανατέλλει, οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους κατόρθωσαν να κερδίσουν πολύτιμο έδαφος στην επική αυτή σύγκρουση. Η κατάληψη της Αμφιπόλεως ( μίας πολύ σημαντικής πόλης για την Αθηναϊκή δημοκρατία), καθώς και η επιτυχής εκστρατεία του Βρασίδα στη Χαλκιδική, οδήγησαν την Αθηναϊκή δημοκρατία και τον Κλέωνα σε πολύ δύσκολη θέση. Μία σύντομη ενιαύσια ειρήνη η οποία επιτεύχθηκε δεν μπόρεσε να ανακόψει την «πτώση» της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Η πρώτη αυτή φάση του πολέμου έληξε λοιπόν μετά την εκστρατεία του Κλέωνος για την ανακατάληψη της Αμφιπόλεως. Το αποτέλεσμα της ξακουστής μάχης της Αμφιπόλεως ήταν το πλέον κατάλληλο για την επίτευξη ειρήνης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Ο Αθηναϊκός στρατός υπέστη ταπεινωτική ήττα, ενώ ο πολεμοχαρής Κλέων έπεσε στο πεδίο της μάχης. Την ίδια στιγμή ο πελοποννησιακός στρατός κέρδισε τη μάχη, αλλά έχασε τον ευφυή μα και υπέρμαχο της στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ Αθηναϊκής συμμαχίας και Πελοποννησιακής συμμαχίας, στρατηγό Βρασίδα.
Μετά την κομβική αυτή μάχη, ο Νικίας εξουσιοδοτήθηκε από τον Αθηναϊκό δήμο, να πετύχει τη βέλτιστη δυνατή συνθήκη ειρήνης, ενώ ο Σπαρτιάτης βασιλεύ Πλειστοάναξ, δεχόμενος έντονη αμφισβήτηση στο εσωτερικό, αλλά και αναμένοντας μία σύγκρουση με την γειτονική και αντίπαλη πόλη του Άργους, θέλησε να «κλείσει» το πολύ σημαντικό μέτωπο που είχε ανοίξει με την πανίσχυρη Αθηναϊκή δημοκρατία και τους συμμάχους της. Η δε συμβολή του Νικία στην επίτευξη της ειρηνευτικής αυτής συνθήκης, ήταν καθοριστικής σημασίας. Η επιστροφή των Σπαρτιατών αιχμαλώτων στην πόλη τους και οι δίκαιοι ειρηνευτικοί όροι που έθεσε, επιβεβαίωσαν την πίστη του στο διάλογο και σε μία πιθανή συμμαχία με το αντίπαλο Πελοποννησιακό δέος.
Η κυριαρχία του όμως δεν κράτησε για πολύ. Η άνοδος του νεαρού, αλλά και εξαιρετικά ευφυούς και φιλόδοξου Αλκιβιάδη, υπήρξε ραγδαία και οδήγησε σε αναζωπύρωση στην πόλη των Αθηνών, του αισθήματος της Αθηναϊκής ανωτερότητας και του Αθηναϊκού μεγαλείου. Όταν δε οι Εγεσταίοι ( λαός της Σικελίας) ζήτησαν από τους Αθηναίους να τους «λυτρώσουν» από την καταπίεση των Σελινουντίων, υποσχόμενοι παράλληλα ότι διέθεταν τα κατάλληλα οικονομικά αποθέματα για να στηρίξουν την εκστρατεία των φίλων τους, ο Αλκιβιάδης βρήκε την ιδανική ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδια του. Με λόγους παθιασμένους και εμψυχωτικούς, έπεισε τον Αθηναϊκό δήμο, να ψηφίσει υπέρ της «καταδίκης» του. Τα όμορφα λόγια του Αλκιβιάδη, τα γεμάτα αυτοπεποίθηση, ηρωισμό και μεγαλοφροσύνη αυτά λόγια, υπερνίκησαν το συνετό λόγο του Νικία. Υπερνίκησαν τις ενστάσεις του Νικία για τον υποτιθέμενο «πλούτο» των Εγεσταίων. Υπερνίκησαν τους φόβους του Νικία. Τους φόβους ότι η εκστρατεία αυτή δεν αποτελούσε παρά μία παράτολμη και αχρείαστη κίνηση, η οποία έθετε σε κίνδυνο το κύρος της Αθηναϊκής πολιτείας, αλλά και την εδαφική της ακεραιότητα. Το νόημα της «προφητικής» και συνετής αγορεύσεως του μπορεί να συνοψιστεί στη φράση που ο ίδιος χρησιμοποίησε ενώπιον του Αθηναϊκού δήμου: « Δια της απληστίας ελάχιστα επιτυγχάνονται, ενώ διά της πρόνοιας πλείστα».
Παρά λοιπόν την ξεκάθαρη αντίθεση του ως προς την απόφαση αυτή των συμπολιτών του, ο Νικίας εν τέλει δέχτηκε να ηγηθεί μαζί με τον Λάμαχο και τον Αλκιβιάδη της ιστορικής αυτής εκστρατείας. Μία εκστρατεία με την οποία οι Αθηναίοι ονειρευόντουσαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και αφού εξουδετέρωναν τους συμμάχους των Σπαρτιατών στη Σικελική γη ( δωρικά φύλα όπως οι Συρακούσιοι), έπειτα με ευκολία θεωρούσαν θα επέβαλλαν την κυριαρχία τους στον κυρίως Ελλαδικό χώρο. Η ανάκληση του Αλκιβιάδη όμως από την εκστρατεία, λόγω των βαρύτατων κατηγοριών που τον βάρυναν μετά τον υποτιθέμενο ακρωτηριασμό των ιερών Ερμών στηλών από τον ίδιο και την παρέα του ( μετά από μία βραδιά έντονης οινοποσίας), καθώς και ο θάνατος του Λάμαχου κατά τη διάρκεια μίας φιλόδοξης ναυτικής επιχείρησης, άφησαν τον Νικία μοναδικό διαχειριστή μίας εκστρατείας της οποίας ποτέ δεν επιδίωξε ούτε και πίστεψε σε αυτήν. Το δε μέγιστο στρατηγικό λάθος που διέπραξε όταν προτίμησε να μην επιτεθεί στους αιφνιδιασμένους Συρακούσιους, αλλά να κάνει επίδειξη της ναυτικής ισχύος του, οδήγησε στην πνευματική και σωματική εξάντληση των στρατιωτών του, ενώ μετά την έμπρακτη εμπλοκή των Πελοποννησίων, στο πλευρό των ομόφυλων πόλεων τους ( μετά από έντονη προτροπή του φιλόδοξου και αδίστακτου Αλκιβιάδη), η κατάσταση δυσκόλεψε αφόρητα για τον Νικία και τους στρατιώτες του. Οι πρώτες νίκες για τα Δωρικά σικελικά φύλλα ήλθαν και το ηθικό των Αθηναίων στρατιωτών και των συμμάχων τους κατέπεσε. Ο Νικίας βαριά άρρωστος, αλλά και διακρίνοντας την ηττοπάθεια στο στρατόπεδο του και μη διστάζοντας να «τσαλαπατήσει» την υστεροφημία του, στέλνει μία ειλικρινή επιστολή στους συμπολίτες του, με την οποία τους ζητεί άμεση και έμπρακτη βοήθεια, έτσι ώστε να αποφευχθεί η επερχόμενη καταστροφή, την οποία ο ίδιος αδυνατούσε να αποτρέψει μοναχός του.
Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι αυτών, παρά τον αγώνα που έδιναν στο εσωτερικό έναντι των Πελοποννησίων οι οποίοι οχυρώθηκαν στην πολύ σημαντική πόλη της Δεκέλειας, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Νικία και απέστειλαν τους πολύπειρους Δημοσθένη και Ευρυμέδοντα, μαζί με μία σημαντική και πολυπληθή ναυτική δύναμη, έτσι ώστε να αποτρέψουν την κατάρρευση του Σικελικού μετώπου. Η κατάσταση όμως πλέον είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ο Ευρυμέδων πέφτει νεκρός κατά τη διάρκεια μίας ακόμα αποτυχημένης ναυτικής επιχείρησης, ενώ ο Δημοσθένης και ο Νικίας συγκρούονται, καθώς ο Δημοσθένης επιθυμεί άμεση και ολοκληρωτική επίθεση, ενώ ο Νικίας επηρεασμένος και από δεισιδαιμονικές προλήψεις και πάλι δίσταζε να συμφωνήσει σε μία ολοκληρωτική επίθεση. Κάπως έτσι αναπόφευκτα και μετά τα πολλά και σημαντικά στρατηγικά λάθη που διαπράχθηκαν, επήλθε και η κατάρρευση του Αθηναϊκού στόλου. Οι πολιορκητές Αθηναίοι μετατράπηκαν σε πολιορκημένοι και ζητούσαν μία διέξοδο διαφυγής προς κάποια συμμαχική πόλη, έτσι ώστε να γλιτώσουν από την οργή των νικητών Συρακουσίων. Οι Συρακούσιοι και ο Σπαρτιάτης στρατηγός Γύλιππος έκλεισαν όμως όλες τις διόδους διαφυγής, ενώ παράλληλα πίεζαν διαρκώς τους εναπομείναντες στρατιώτες της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι εικόνες που επακολούθησαν βγαλμένες από μία γνήσια αρχαιοελληνική τραγωδία. Οι ηττημένοι και εγκαταλελειμμένοι από θνητούς και αθανάτους Αθηναίοι, διέσχιζαν την ξένη γη, και αντικρίζοντας τα χιλιάδες πτώματα των νεκρών συμπολεμιστών τους, προσπαθούσαν να αποφύγουν την ολοκληρωτική ταπείνωση. Τους εξασθενημένους και περίλυπους στρατιώτες, σπεύδει να ενθαρρύνει ο Νικίας. Ο ευπατρίδης στρατηγός, επιχειρεί ακόμα και τώρα, λίγο πριν το ολέθριο και ταπεινωτικό τέλος, να ανορθώσει το φρόνημα των πολεμιστών του. Επιχειρεί Να τους κάνει να θυμηθούν την ένδοξη καταγωγή τους και να τους δώσει κουράγιο να δώσουν μία τελευταία μάχη. Μία τελευταία μάχη για χάρης των ιδανικών της ελευθερίας και της γενναιότητας, τα οποία η πόλη τους πρέσβευε. Κλείνει δε την ενθαρρυντική του ομιλία, με την εξής σπουδαία φράση, η οποία σήμερα μοιάζει πιο επίκαιρη παρά ποτέ: «Οι άνδρες αποτελούν τας πόλεις και όχι τείχη και πλοία κενών ανδρών»! Με λίγα λόγια; Μία κοινότητα, μία πόλη ένα κράτος ολάκερο εάν θέλετε, δεν κρίνετε από τον υλικό πλούτο και την υλική ισχύ που διαθέτει, αλλά από τους ανθρώπους που το αποτελούν και κατά πόσο φροντίζει αυτοί να ζουν ελεύθεροι και ευτυχισμένοι, αλλά και το κατά πόσο φροντίζουν αυτοί να αγωνίζονται για την πατρίδα τους και τα ιδανικά τα οποία αυτή πρεσβεύει, χωρίς να υπολογίζουν το ατομικό κόστος αυτού του αγώνα.
Παρά όμως τα ενθαρρυντικά αυτά λόγια, το ταπεινωτικό τέλος γρήγορα επήλθε. Οι σαράντα χιλιάδες στρατιώτες της Αθηναϊκής συμμαχίας, έγιναν όμηροι στα λατομεία της περιοχής, ενώ οι Δημοσθένης και Νικίας, παρά τη θέληση του Γυλίππου και χωρίς καμία επιείκεια, εκτελέστηκαν. Η ξεχωριστή ρήση την οποία επιφύλαξε ο Θουκυδίδης για τον ευπατρίδη στρατηγό Νικία, αποτελούν πιστεύω την επιτομή του έργου και της κληρονομιάς που άφησε ο άνθρωπος αυτός πίσω του. Παραθέτω τη ρήση αυτή του Θουκυδίδη λοιπόν και αφήνω εσάς να χαρακτηρίσετε τον Νικία είτε ως έναν σώφρον πατριώτη πολιτικό είτε ως έναν εμμονικό και ανεπαρκή στρατηγό: « Διά τούτους και παραπλήσιους λόγους εθανατώθη ο Νικίας, ο οποίος θέσας κανόνα του όλου βίου την εκτέλεσιν των νενομισμένων καθηκόντων του, ήξιζεν ολιγότερων από κάθε άλλον εκ των συγχρόνων μου Ελλήνων τοιαύτην οικτράν τύχην».