Ο Αριστοτέλης, ο Μέγας Αλέξανδρος και τα πρότυπα της σημερινής εποχής
Βλέποντας τηλεόραση ή κάνοντας μία βόλτα στον απέραντο κόσμο του διαδικτύου, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς την στρεβλή πορεία που η γενιά μας έχει λάβει. Εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, ότι το πλήθος, αλλά και η ελίτ της κοινωνίας μας έχει απολέσει την κριτική του σκέψη όπως όλα δείχνουν και δοξάζει όχι τον πιο άριστο ή τον πιο φιλεργατικό, μα τον πιο πομπώδη και τον πιο φλύαρο άνθρωπο.
Όμως ας δούμε πως αντιμετώπιζαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, το πεδίο της δόξης και του θαυμασμού. Ποιοι ήταν λοιπόν οι άξιοι θαυμασμού άνθρωποι στην αρχαία Ελλάδα; Πρώτοι από όλους οι άνθρωποι του πνεύματος. Η ενθουσιώδης υποδοχή που οι Αθηναίοι επιφύλαξαν στον Πρωταγόρα (και η οποία περιγράφεται με εξαιρετική γλαφυρότητα στο έργο του Πλάτωνος «Πρωταγόρας»), είναι πράγματι ενδεικτική του θαυμασμού που έτρεφαν σύσσωμοι οι Έλληνες ανεξαρτήτου οικονομικής και κοινωνικής θέσεως για τους ανθρώπους του πνεύματος. Το γεγονός επίσης, ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων βασιλέων ή και ανώτατων αρχόντων, εκτιμούσε τους φιλοσόφους, και πάντοτε ζητούσε τη γνώμη τους (και ενδόμυχα την έγκριση τους), στα μεγαλειώδη σχέδια που κατάστρωνε, είναι κάτι αδιαμφισβήτητο και δεδομένο.
Πέραν όμως των ανθρώπων του πνεύματος, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι θαύμαζαν τους ισχυρούς ηγέτες. Τους ηγέτες που συνδύαζαν το ρητορικό χάρισμα με την στρατιωτική πυγμή και ικανότητα. Τους ηγέτες οι οποίοι μεγαλουργούσαν εν καιρώ ειρήνης και εν καιρώ πολέμου. Οι πολύ υψηλές απαιτήσεις που υπήρχαν από την κοινή γνώμη, ήταν και αυτές οι οποίες γέννησαν τους μεγάλους στρατηγούς και πολιτικούς ηγέτες της αρχαιότητας. Ο Περικλής, ο Φίλιππος ο δεύτερος, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Πύρρος, ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, ο Βρασίδας, ο Λύσανδρος και τόσοι άλλοι, διέπρεψαν διότι κατόρθωσαν να βρουν την ιδανική αναλογία μεταξύ πυγμής και γενναιοδωρίας. Την ιδανική αναλογία μεταξύ της επιβολής διά της ισχύος και της επιβολής διά των λόγων και των καλών προθέσεων. Είναι άλλωστε επίσης γνωστό σε όλους μας, ότι η πολιτική τέχνη στην αρχαιότητα, δεν ήταν μία πολυτέλεια ή μία αναγκαία σύμβαση όπως θεωρείται από πολλούς στη σημερινή εποχή, αλλά ήταν η κινητήριος δύναμη των Ελληνικών πόλεων. Ήταν αυτή η οποία ρύθμιζε τις ζωές των πολιτών και όλοι τη σεβόντουσαν, διότι γνώριζαν ότι η πολιτική υπερτερεί όλων των άλλων τεχνών και επιστημών, αφού επί της ουσίας αυτή καθορίζει το ρόλο των υπολοίπων τεχνών και επιστημών μέσω των νομοθετημάτων και των ψηφισμάτων της.
Πέραν όμως των πολιτικών και των πνευματικών, η λατρεία της αρχαιοελληνικής κοινής γνώμης για τους χαρισματικούς ρήτορες, οι οποίοι με έναν και μόνο παθιασμένο λόγο τους μπορούσαν να οδηγήσουν μία πόλη στη δόξα ή στην καταστροφή, είναι επίσης γνωστή και δεδομένη. Η λατρεία επίσης των προγόνων μας για τους ολυμπιονίκες, οι οποίοι όταν επέστρεφαν νικητές στις πόλεις τους, δέχονταν θεϊκές τιμές ήταν επίσης αξιομνημόνευτη και αποδεικνύει την πίστη των προγόνων μας στα ιδανικά που οι ολυμπιακοί αγώνες πρέσβευαν, πρεσβεύουν και θα πρεσβεύουν. Τέλος είναι γνωστός ο θαυμασμός των προγόνων μας, για τους ανθρώπους των καλών τεχνών. Για τους ποιητές με τα μυστηριώδη, "καυστικά" και γεμάτα δυναμισμό ποιήματα τους, για τους αριστοτέχνες της κωμωδίας και της τραγωδίας, οι οποίοι μέσω των έργων τους εξέφραζαν τους πόθους και τις ανησυχίες της κοινής γνώμης ή ακόμα και για τους περίφημες γλύπτες, αρχιτέκτονες και ζωγράφους της εποχής, οι οποίοι με τα μεγαλειώδη δημιουργήματα τους, προκαλούσαν το θαυμασμό και το δέος της κοινής γνώμης και εξύψωναν το φρόνημα των εξουσιαζόμενων αλλά και των εξουσιαστών.
Αφού όμως αναλύσαμε θεωρώ ικανοποιητικά το θέμα των προτύπων στην αρχαιοελληνική εποχή, καιρός να εισέλθουμε στα πρότυπα του σήμερα, αφού πρώτα συμβουλευτούμε τον Σταγειρίτη φιλόσοφο ( Αριστοτέλης) για το πώς πρέπει να σκεφτόμαστε, όταν ομιλούμε για πρότυπα. Μία σύντομη λοιπόν αρχαιοελληνική ανέκδοτη και άκρως διδακτική ιστορία, μας λέγει το έξης: Καλοτύχιζε κάποιος κάποτε τον Αριστοτέλη, επειδή είχε μαθητή τον Μ. Αλέξανδρο. Τον μεγάλο αυτόν στρατηλάτη, ο οποίος με τη στρατηγική του οξυδέρκεια και την διοικητική του σοφία διέδωσε έως τα βάθη της Ανατολής το ελληνικό πνεύμα και μεγαλείο.
Ο φιλόσοφος, ετοιμόλογος όπως ήταν πάντοτε, αντέστρεψε με περισσή μαεστρία την πρόταση:
- «Εκείνον να καλοτυχίζετε διότι είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη».
Τι καταλαβαίνουμε από αυτή τη τόσο μικρή σε έκταση, αλλά και τόσο μεγαλειώδη σε νόημα ρήση του Αριστοτέλους; Ασφαλώς και καταλαβαίνουμε, ότι οι άνθρωποι πολλές φορές θαμπωνόμαστε από τη δόξα, από την αίγλη και χάνουμε το ποιοτικό μας κριτήριο. Κρίνουμε τους πάντες και τα πάντα επιφανειακά και δεν προσπαθούμε να βρούμε το πνευματικό και αξιακό υπόβαθρο τους και πως αυτό καλλιεργήθηκε. Και ασφαλώς στο συγκεκριμένο παράδειγμα μιλάμε για δύο τεράστιες φυσιογνωμίες ( από τη μία μιλάμε για τον σπουδαιότερο στρατηλάτη όλων των εποχών και από την άλλη για τον σπουδαιότερο φιλόσοφο όλων των εποχών), αλλά στην καθημερινότητα μας το παράδειγμα αυτό, μπορεί να αποτυπωθεί με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια.
Επιστρέφοντας στο σήμερα λοιπόν, θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα το οποίο μπορεί να δείχνει ακραίο, αλλά στην πραγματικότητα αποτυπώνει πιστεύω τον «παλμό» της κοινής γνώμης. Έχουμε λοιπόν έναν άνθρωπο του πνεύματος, έναν ποιητή, έναν συγγραφέα, έναν φιλόσοφο κ.α. ο οποίος δίνει μία συνέντευξη ή πραγματοποιεί μία εκπομπή και από την άλλη έχουμε ένα πρόσωπο από το λεγόμενο « star system», το οποίο δίνει μία συνέντευξη ή έχει και τη δική του εκπομπή ακόμα. Ποιος άραγε θα κάνει μεγαλύτερα νούμερα τηλεθέασης και ποιος θα αντέξει στον σκληρό και άκρως ανταγωνιστικό κόσμο της τηλεοράσεως; Η απόφαση ευκόλως εννοούμενη θαρρώ πως είναι.
Ας πάμε όμως και σε πιο τρανταχτά και ακλόνητα παραδείγματα. Έχουμε έναν παραολυμπιονίκη, ο οποίος μετά από πολλές θυσίες, κόπους και αντιξοότητες καταφέρνει να διακριθεί και την ίδια στιγμή, έχουμε έναν μεγάλο ποδοσφαιριστή ή καλαθοσφαιριστή, ο οποίος διακρίνεται και προοδεύει. Με ποιον άραγε θα ασχοληθεί περισσότερο η κοινή γνώμη; Ποιος άραγε θα ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα και ποιος θα γίνει το πρώτο θέμα συζητήσεως στην πόλη; Τα παραδείγματα είναι ακόμα πάρα πολλά και αφορούν όλους τους κλάδους της ζωής μας. Είναι μία γενικότερη στρέβλωση των καιρών μας, η οποία αντί να περιορίζεται με την πάροδο των χρόνων, με την ευθύνη όλων μας διογκώνεται και λαμβάνει ραγδαίες διαστάσεις. Εκατομμύρια ακόμα και Δισεκατομμύρια ολόκληρα σπαταλούνται στον προϋπολογισμό μίας ποδοσφαιρικής ομάδας και όχι στη χρηματοδότηση μίας επιστημονικής έρευνας ή μίας πολιτισμικής δραστηριότητας. Εκατομμύρια ξοδεύονται στις παραγωγές τηλεοπτικών προγραμμάτων άνευ ουσίας, αντί να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία ενός ποιοτικού τηλεοπτικού περιεχομένου σε επίπεδο ψυχαγωγίας, ιστορικής και πνευματικής επιμόρφωσης καθώς και αξιών.
Όμως το πρόβλημα δεν το έχουν μόνο οι υψηλά ιστάμενοι, αλλά και όλοι εμείς οι απλοί πολίτες. Ναι γνωρίζω δεν είναι εύκολο να κατακρίνει κανείς τον εαυτό του, μα όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης στα ηθικά του Νικομάχεια ( τα οποία πρόσφατα διάβασα και πραγματικά με συγκλόνισαν), εάν δεν αγαπάς τον εαυτό σου, δεν μπορείς να αγαπήσεις και τους γύρω σου, άρα δεν μπορείς πραγματικά να τους βοηθήσεις. Οπότε λοιπόν αναφερόμενος στον εαυτό μου, πιστεύω θα εκπροσωπήσω και πολλούς ακόμα αναγνώστες. Ευθυνόμαστε για τη σημερινή πολιτισμική και αξιακή παρακμή που βιώνουμε, διότι με τη συνενοχή μας, αλλά και την απώλεια του ποιοτικού μας κριτηρίου, βοηθήσαμε τα πράγματα να οδηγηθούν στο σημερινό αδιέξοδο. Δίνοντας αξία στα προγράμματα που προανέφερα και λησμονώντας τα πραγματικά σπουδαία για χάρη των φαινομενικών σπουδαίων, αναθρέψαμε ένα «θηρίο», το οποίο μέρα με τη μέρα κατατρώγει τις σάρκες του ανθρώπινου πολιτισμού. Γίναμε φιλόδοξοι, όχι με την καλή έννοια του όρου όπως μας την παραθέτει πάλι ο Αριστοτέλης ( θετική σημασία λέξεως: Αυτός που αγαπά τις τιμές περισσότερο από τους άλλους), αλλά με την αρνητική έννοια του όρου, την οποία και πάλι ο μέγας Σταγειρίτης φιλόσοφος μας παραθέτει: ( Αρνητική σημασία λέξεως: Αυτός που αγαπά τις τιμές περισσότερο από όσο πρέπει).
Αγαπήσαμε τόσο πολύ τις εφήμερες τιμές και τους επαίνους, ώστε χάσαμε τον αξιακό μας προσανατολισμό. Γεννήσαμε με την αφελή και ασύνετη στάση μας, μία κοινωνία της εξελικτικής παρακμής! Μία κοινωνία όπου το φαίνεσθαι επικρατεί κατά πολύ του είναι. Όπου όλοι διακρίνουν το πρόβλημα, μα κανείς δεν τολμά να το αντιμετωπίσει. Και δεν τολμά όχι από φόβο, αλλά διότι ενδόμυχα συμβαδίζει και ο ίδιος με τις επιταγές της εποχής και του πλειοψηφικού ρεύματος. Μπορεί άραγε η κατάσταση αυτή να αλλάξει; Ας ελπίσουμε ότι η ξακουστή ρήση του Εφέσιου φιλοσόφου Ηράκλειτου θα επιβεβαιωθεί: «Τα πάντα ρεί και μηδέποτε κατά τ' αυτό μένειν»