![](https://a6147c8fb0.cbaul-cdnwnd.com/13cb3d3ae26ffd89143d5465fc497a92/200000268-7df937df95/vxtenb99cdi61.jpg?ph=a6147c8fb0)
Ο Πολύβιος, ο Αμίλκας Βάρκας και η αξία της ηγετικής σωφροσύνης
Στο τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας στο οποίο φοιτώ, μαθαίνουμε πως εμείς οι ιστορικοί πρέπει να μνημονεύουμε τον Μεγαλοπολίτη ιστορικό, όχι μόνο για το πλούσιο σε όγκο ιστορικό έργο που μας κληροδότησε, όχι μόνο για την καθιέρωση της Θουκιδίδειας οπτικής της ιστορίας ( έστω και αν ο Πολύβιος μερικές φορές ηθελημένα υπερθεμάτιζε υπέρ των Ρωμαίων), αλλά και για την πολυεπίπεδη φύση του έργου του. Ο Πολύβιος βλέπετε κατόρθωσε όχι μόνο να περιγράψει τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις των καιρών του, αλλά κατόρθωσε και το εξής σπουδαίο: Μπόρεσε να μην αναλωθεί στην καταγραφή των γεγονότων, μα βασιζόμενος σε αυτά, να μας παραδώσει το πολιτικό και κοινωνικό περίγραμμα της εποχής του.
Μπόρεσε να κρίνει τις ιστορικές εξελίξεις όχι με τη γνωστή μεταφυσική και πομπώδη οπτική των προκατόχων του, αλλά βασιζόμενος στα πολιτειακά και αξιακά δεδομένα της εποχής του, όπως τα αντιλαμβάνονταν ο ίδιος βέβαια. Με το λιτό και άκρως καυστικό του ύφος, κατόρθωσε να μας παραδώσει 39 βιβλία μίας άκρως διδακτικής, στοχευμένης και ενδιαφέρουσας ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Διότι ο Πολύβιος κατόρθωσε να αντιληφθεί αυτό που σήμερα θεωρείται δεδομένο, μα στην εποχή του δεν ήταν καθόλου δεδομένο. Αντιλήφθηκε πως ο κόσμος μας είναι ένα ενιαίο σύνολο, του οποίου τα επιμέρους στοιχεία είναι εξαρτώμενα το ένα από το άλλο. Και για να καταστήσω σαφές τι εννοώ, ο Πολύβιος κατάλαβε πως για να καταγράψεις π.χ. την ιστορία του Ελληνικού εμφυλίου μετά την νίκη των συμμάχων στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, δεν αρκεί να περιγράψεις μόνο τις πολιτειακές και στρατιωτικές εξελίξεις εντός του Ελλαδικού χώρου. Αντιθέτως, πρέπει να παραθέσεις τις εξελίξεις και τα συμφέροντα που υπήρξαν σε ολόκληρη την οικουμένη, έτσι ώστε να αντιληφθείς πράγματι το πώς και το γιατί του εμφυλίου και να μπορέσεις να αποκτήσεις μία ξεκάθαρη άποψη για τα γεγονότα των ταραγμένων εκείνων χρόνων.
Κάπως έτσι λοιπόν και ο Πολύβιος, ενώ αναφερόταν στους περίφημους Μακεδονικούς πολέμους που σήμαναν την οριστική κυριαρχία των Ρωμαίων στον Ελλαδικό χώρο, δεν παρέλειπε να μας ενημερώνει για τις εξελίξεις στο Καρχηδονιακό μέτωπο, όπου ο Αννίβας πραγματικά διέπρεπε, αλλά και σε όλα τα βασίλεια της περιοχής, τα οποία με την ενεργή ή την απαθή τους στάση, συνέδραμαν στην διαμόρφωση των δεδομένων της εποχής εκείνης. Όμως επειδή συνήθως η ανάγνωση των πρωτότυπων πηγών είναι πολύ πιο ουσιαστική και περιεκτική , από τα επεξηγηματικά σχόλια των μεταγενέστερων, καταθέτω την άποψη του Πολύβιου για την οικουμενικότητα της ιστορίας: « Πράγματι αυτοί που πιστεύουν ότι μελετώντας μεμονωμένες ιστορίες μπορούν να αποκτήσουν μία δίκαιη άποψη της ιστορίας στο σύνολο της, παθαίνουν, όπως μου φαίνεται, κάτι παρόμοιο όπως αν κάποιοι παρατηρώντας σκορπισμένα τα μέρη ενός σώματος, που υπήρξε κάποτε ζωντανό και ωραίο νομίζουν ότι είδαν με τα μάτια τους τις ενέργειες και την ομορφιά αυτού του ζωντανού όντος».
Πεπεισμένος λοιπόν πως πρέπει να ακολουθήσω την «Πολύβια οδό», θα αναφερθώ σε μία ιστορική περίοδο η οποία παραμένει σχετικά άγνωστη, αλλά μέσα από την οποία θαρρώ μπορούμε να λάβουμε πολύτιμα μαθήματα για τον τρόπο άσκησης διπλωματικής πολιτικής, αλλά και για την διαφορά του σώφρονος, με τον εγωπαθή και ανίκανο ηγέτη. Ας εισέλθουμε και πάλι στην αγαπημένη μας χρονομηχανή λοιπόν και ας φτάσουμε στα χρόνια της πρώτης μεγάλης συγκρούσεως μεταξύ Καρχηδόνας και Ρώμης, η οποία κράτησε εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια και η οποία αποτέλεσε την απαρχή μεγάλων κρίσεων για τους Καρχηδόνιους, αλλά και την απαρχή της εγκαθίδρυσης της ακλόνητης θαλασσοκρατίας της Ρωμαϊκής πολιτείας.
Ο Μεγαλοπολίτης ιστορικός λοιπόν, καθώς περιγράφει τις μάχες του πολυετούς και άκρως επώδυνου αυτού πολέμου, καταθέτει και τις διαφορές μεταξύ των Ρωμαίων και των Καρχηδονίων. Διαφορές οι οποίες ίσως και να μεγεθύνονται προς όφελος των Ρωμαίων, μα θαρρώ εξηγούν με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους η μεγάλη Καρχηδόνα κάηκε συθέμελα, ενώ η Ρώμη κυριάρχησε την οικουμένη για αιώνες ολόκληρους! Ο πόλεμος αυτός ξεκίνησε λοιπόν με μία σχετική ισορροπία στις δυνάμεις της στεριάς, αλλά και με τους Καρχηδόνιους να υπερτερούν κατά πολύ στο ναυτικό κομμάτι, καθώς οι Ρωμαίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ναυπηγήσει ποτέ έναν αυτόνομο και πολυπληθή στόλο. Ενώ όμως οι Καρχηδόνιοι επαναπαυόντουσαν στο πλεονέκτημα τους αυτό, οι Ρωμαίοι, με την ακλόνητη θέληση και την αδάμαστη επιθυμία τους για δόξα και ισχύ καταφέρνουν να ναυπηγήσουν έναν στόλο εκατοντάδων πλοίων. Στο τέλος του πολέμου αυτού όμως, και παρά το γεγονός πως οι Ρωμαίοι έχασαν συνολικά 700 πλοία και παρά το γεγονός πως η θεά τύχη διόλου δεν τους ευνόησε, εν τέλει η φιλόδοξη αυτή φυλή έλαβε όσα προσδοκούσε και ακόμα παραπάνω. Πιο συγκεκριμένα; Οι Καρχηδόνιοι αποχώρησαν από τις εκτάσεις τους στη Σικελία και στην Ιταλία, ενώ πλήρωσαν βαρύτατες πολεμικές αποζημιώσεις στους Ρωμαίους και μάλιστα χωρίς καμία διευκόλυνση στον τρόπο πληρωμής. Όμως πως οι Καρχηδόνιοι έφτασαν στο τραγικό αυτό σημείο; Ποια τα στρατηγικά λάθη που τους στέρησαν την φαινομενικά βέβαιη νίκη τους στον πόλεμο με τους Ρωμαίους;
Η Καρχηδόνα, υπήρξε μία χώρα εύφορη και ευημερούσα, η οποία διέπονταν από πολιτειακό καθεστώς παρεμφερές με τους Ρωμαίους και η οποία πράγματι στα μάτια των ανθρώπων της εποχής εκείνης, φάνταζε ένα «αβύθιστο υπερωκεάνιο». Όμως το φαινομενικά επιβλητικό αυτό οικοδόμημα, είχε χτιστεί σε βάσεις σαθρές, ενώ η διχόνοια που υπήρξε μεταξύ των ηγετών του Καρχηδονιακού έθνους υπήρξε άκρως κοστοβόρα και επιβλαβής για τους Καρχηδόνιους. Τα λάθη των Καρχηδονίων κατά τη διάρκεια του Α' Καρχηδονιακού πολέμου, τα οποία τα πλήρωσαν με το ξέσπασμα του λεγόμενου Λιβυκού πολέμου λοιπόν, ήταν τα εξής. Αρχικά, όταν η πλάστιγγα έδειχνε να γέρνει υπέρ των Ρωμαίων, λόγω της ανικανότητας των στρατηγών του καρχηδονιακού στρατού, ένας μυστηριώδης μισθοφόρος με Σπαρτιατική καταγωγή, ο πολυμήχανος Ξάνθιππος ο Λακεδαιμόνιος, τιμώντας την καταγωγή του, δε δίστασε να επισημάνει τα στρατηγικά λάθη των ανίκανων ανωτέρων του, ενώ πρότεινε στους Καρχηδονίους να αναλάβει την ηγεσία του στρατού τους και να εκδιώξει τη Ρωμαϊκή απειλή από τα Καρχηδονιακά εδάφη. Οι πρόκριτοι της Καρχηδόνας ενθουσιασμένοι από τους λόγους του δέχτηκαν να εμπιστευτούν την μοίρα τους στον ευφυή και ρωμαλέο Έλληνα και πράγματι δικαιώθηκαν για την επιλογή τους. Πιο συγκεκριμένα, το 255 π.Χ. συντελείται στον Τύνητα, μία από τις πιο καθοριστικές μάχες του Α' Καρχηδονιακού πολέμου. Στη μάχη αυτή ο Ξάνθιππος λοιπόν εκμεταλλεύεται με υποδειγματικό τρόπο τα προτερήματα του στρατού του (ιππικό σώμα και σώμα ελεφάντων από την Ινδία) και καταφέρνει να συντρίψει τους Ρωμαίους.
Αντί όμως ο Ξάνθιππος να δεχτεί επαίνους για την επιτυχία του αυτή, δέχεται τη ζηλοφθονία των υπολοίπων στρατηγών. Φοβούμενος λοιπόν για τη ζωή του και έχοντας εκπληρώσει το χρέος του αποχωρεί και αφήνει τους Καρχηδονίους στη ζοφερή τους μοίρα. Ο πόλεμος συνεχίζεται λοιπόν, μα και πάλι οι Καρχηδόνιοι χάνουν το πλεονέκτημα που κέρδισαν. Την κατάσταση λοιπόν καλείται να σώσει ο πλέον ικανός στρατηγός τους, ο Αμίλκας Βάρκας ( πατέρα του ξακουστού Αννίβα), ο οποίος φημίζονταν για την ευστροφία του, αλλά και για το μίσος που έτρεφε για τους Ρωμαίους. Ο Αμίλκας με διάφορους τακτικούς ελιγμούς λοιπόν, καταφέρνει να καθυστερήσει το αναπόφευκτο τέλος, όμως σώφρων ανήρ καθώς ήταν, αποφασίζει να επιδιώξει ειρήνη με τους Ρωμαίους.
Ο λόγος αυτής της αποφάσεως; Οι Καρχηδόνιοι επαναπαυμένοι όπως προανέφερα με τα πρότερα κατορθώματα τους, με τον καιρό έπαψαν να ενδιαφέρονται για τα στρατιωτικά πράγματα. Περιφρονώντας λοιπόν το πεδίο των μαχών, διάλεξαν να στηρίξουν την εθνική τους ακεραιότητα στην πρόσληψη ικανότατων μισθοφόρων από την Λιβύη, από την Ελλάδα, από την Ιβηρία κ.α. περιοχές. Οι ικανότατοι μισθοφόροι όμως, απαιτούσαν και διόλου ευκαταφρόνητες αμοιβές. Μόλις λοιπόν διαπίστωσαν οι μισθοφόροι πως οι Καρχηδόνιοι καθυστερούν την καταβολή των δεδουλευμένων τους, ξεκίνησαν να δημιουργούν μεγάλες αναταραχές. Ο Αμίλκας διαβλέποντας λοιπόν μία επικείμενη εξέγερση και μη θέλοντας να βρεθεί να δίνει διμέτωπο αγώνα απέναντι σε Ρωμαίους και ικανούς μισθοφόρους, αποφάσισε να επιδιώξει ειρήνη με τους Ρωμαίους και παράλληλα να έρθει σε μία έντιμη συμφωνία με τους χιλιάδες μισθοφόρους που απάρτιζαν τον Καρχηδονιακό στρατό. Για την στάση του αυτή μάλιστα ο Πολύβιος τον επαινεί, προσφέροντας μας ένα εξαιρετικά όμορφο και ακριβές απόφθεγμα: « Πρέπει να θεωρούμε ότι είναι ικανότητα ενός αρχηγού να μπορεί να βλέπει την κατάλληλη στιγμή να νικά, όμοια και να χάνει».
Αφού λοιπόν οι Καρχηδόνιοι οδηγήθηκαν σε μία αναγκαία ειρήνη με τους Ρωμαίους, αφοσιώθηκαν στην προσπάθεια να καταστείλουν τις εξεγέρσεις που προκαλούσαν στο στράτευμα τρεις ικανότατοι, αλλά και εξαιρετικά αιμοδιψείς μισθοφόροι: Ο Σπένδιος από την Καμπανία, ο οποίος υπήρξε δούλος Ρωμαίου και φοβόταν πως εάν επιστρεφόταν στον αφέντη του ( σύμφωνα με τις προσταγές της συνθήκης ειρήνης) τον περίμενε η ποινή του θανάτου, ο θερμόαιμος Μάθως ( Λιβυκή καταγωγή), καθώς και ο Γαλάτης Αυτάριτος. Οι τρεις αυτοί άνδρες λοιπόν, δημιούργησαν ένα κλίμα τρομοκρατίας και τορπίλισαν κάθε προσπάθεια συναίνεσης. Όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος, μόλις κάποιος μισθοφόρος ή κάποιος εκπρόσωπος της Καρχηδονιακής πολιτείας μιλούσε για συναίνεση αμέσως τον πετροβολούσαν και φρόντιζαν διαρκώς να δημιουργούν ψεύτικες φήμες περί επιθυμίας των Καρχηδονίων να αφήσουν απλήρωτους τους μισθοφόρους τους. Αφορμή δε για την έναρξη του « Λιβυκού πολέμου», αποτέλεσε η βίαιη σύλληψη του Γέσκωνα, ο οποίος υπήρξε ένας μετριοπαθής εκπρόσωπος της Καρχηδονιακής πολιτείας, που είχε ευεργετήσει πολλές φορές τους μισθοφόρους αυτούς, μα οι τρεις αυτοί άνδρες όχι μόνο δεν τον σεβάστηκαν, αλλά τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν (κατά την τελική φάση του πολέμου και βλέποντας ότι δεν υπάρχει προοπτική συνθηκολόγησης), αφού πρώτα του έκοψαν τα χέρια.
Οι τρεις αυτοί άνδρες λοιπόν, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα στους Καρχηδονίους, συγκροτώντας έναν στρατό δεκάδων χιλιάδων ικανότατων και πολύπειρων πολεμιστών! Οι Καρχηδόνιοι πληρώνοντας την μακροχρόνια αδράνεια τους και τον φυγόπονο βίο τους, βρέθηκαν πλέον να πολιορκούνται και να κινδυνεύουν με μία ταπεινωτική και ολοκληρωτική ήττα. Για να στιγματίσει λοιπόν την κοντόφθαλμη πολιτική των προκρίτων του Καρχηδονιακού έθνους, αλλά και την συγκαταβατική απάθεια του απλού λαού, ο Πολύβιος χρησιμοποιεί την εξής πολύ σπουδαία φράση: « Αυτοί που σκέφτονται σωστά δεν πρέπει ποτέ να αποβλέπουν μόνο στο παρόν, αλλά πάντοτε περισσότερο στο μέλλον».
Στη βίαιη και ασίγαστη ορμή των μισθοφόρων όμως, οι Καρχηδόνιοι είχαν να αντιτάξουν τη σωφροσύνη και τη γενναιότητα του Αμίλκα Βάρκα. Μετά λοιπόν την παταγώδη αποτυχία του στρατηγού Άννωνος, ο Αμίλκας κλήθηκε για ακόμα μια φορά να σώσει την Καρχηδόνα από την οριστική κατάρρευση. Με την χαρακτηριστική του ευστροφία, συγκρότησε γρήγορα ένα ικανό στρατιωτικό σώμα και έσπευσε να εκδιώξει τους στασιαστές μισθοφόρους από την Λιβυκή χώρα. Από εκεί και πέρα λοιπόν, ξεκινά ο Αμίλκας να γράφει το δικό του στρατιωτικό και διπλωματικό έπος. Αρχικά λοιπόν ο Αμίλκας αντιμετωπίζει κοντά στον Μακάρα ποταμό, μία ισχυρότατη μισθοφορική δύναμη 25.000 ανδρών, υπό την ηγεσία του Σπένδιου. Με μία εξαιρετική τακτική προσέγγιση, καταφέρνει να κερδίσει ολοκληρωτικά τον αντίπαλο στρατό( 6.000 νεκροί μισθοφόροι και 2.000 όμηροι), ενώ οι επιζώντες μισθοφόροι τρομοκρατημένοι, καταφεύγουν στον Τύνητα. Τόσο σπουδαία ήταν τα στρατιωτικά επιτεύγματα του Αμίλκα, ώστε πολλοί εχθροί θέλησαν να προσεταιριστούν τον στρατό του. Ο κυριότερος και αυτός που συνέβαλλε τα μέγιστα στη νίκη των Καρχηδονίων ήταν ένας Νομάς ονόματι Ναραύας, ο οποίος συναντώντας τον του υποβάλλει τα σέβη του και θέτει τον εαυτό του καθώς και 2.000 νομάδες που τον ακολουθούσαν στη διάθεση του. Ο Αμίλκας όπως είναι λογικό δέχεται την πρόταση του Ναραύα και θαυμάζοντας τη γενναιότητα του ( διέσχισε άοπλος το Καρχηδονιακό στρατόπεδο για να τον συναντήσει) του υπόσχεται πως μόλις έρθει η νίκη στον πόλεμο, θα του προσφέρει την Τρίτη του κόρη ως ανταλλαγή για τις πολύτιμες υπηρεσίες του.
Με το ηθικό στα ύψη λοιπόν, ο Αμίλκας και ο Ναραύας αντιμετωπίζουν τις πολυπληθείς δυνάμεις των Σπένδιου και Αυτάριτου και πετυχαίνουν μία μεγαλειώδη νίκη. Και εάν οι Σπένδιος και Αυτάριτος ξέφυγαν, 10.000 πολεμιστές τους έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ άλλοι 4.000 αιχμαλωτίστηκαν. Και ενώ οι ηγέτες των μισθοφόρων απαντούσαν με σφαγές Καρχηδονίων ομήρων στα γεγονότα αυτά, ο οξυδερκής Αμίλκας χαρίζει στους ομήρους την ελευθερία τους υπό την προϋπόθεση να μην στραφούν εναντίον της πατρίδας του και οι περισσότεροι από αυτούς θαυμάζοντας την μεγαλοπρέπεια του δέχονται να πολεμήσουν στο όνομα του. Παράλληλα ο Αμίλκας καταφέρνει να συνάψει επισιτιστική συμφωνία με τον Ιέρωνα των Συρακουσών, αλλά και με τους Ρωμαίους ( Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου όπως είπε και ο Τζον Κένεντι ) οι οποίοι δέχονται να απελευθερώσουν τους Καρχηδόνιους που κρατούσαν ομήρους, έτσι ώστε να συμβάλλουν στον αγώνα της πατρίδας τους για επιβίωση.
Πανίσχυρος πλέον σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο ( και αφού ο Αμίλκας φρόντισε να απαλλαγεί από τον ζηλόφθονα Άννωνα), αποφάσισε να εξαπολύσει ολοκληρωτική επίθεση στους Σπένδιο και Αυτάριτο, οι οποίοι με μία δύναμη 50.000 ανδρών λεηλατούσαν την Καρχηδονιακή ύπαιθρο. Σύντομα ο Αμίλκας καταφέρνει να εγκλωβίσει τους αντιπάλους του. Η κατάσταση που επικρατεί στο στρατόπεδο των μισθοφόρων τραγική και αποκρουστική. Τόση είναι η πείνα και η ανέχεια των μισθοφόρων, ώστε (σύμφωνα με τον Πολύβιο) φτάνουν στο σημείο να τρώνε ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να επιβιώσουν με κάθε τρόπο. Κάπως έτσι λοιπόν, οι άλλοτε θρασείς και εγωπαθείς Σπένδιος και Αυτάριτος ζητούν διαπραγματεύσεις για σύναψη ειρήνης. Στην πόλη Πριόνι λοιπόν, 10 πρεσβευτές του μισθοφορικού στρατού συζητούν με τον Αμίλκα και εκείνος τους συλλαμβάνει, ενώ οι πολιορκημένοι μισθοφόροι, μη γνωρίζοντας ότι οι ηγέτες τους παραδόθηκαν μόνοι στον Αμίλκα αντιστάθηκαν στην παράδοση των όπλων τους και κάπως έτσι οδηγήθηκαν στον θάνατο και οι 40.000 πολιορκημένοι πολεμιστές.
Η τελευταία δε πράξη του πολέμου αυτού, γράφτηκε με δύο επεισόδια. Ο Αμίλκας και ο Αννίβας ( ο αντιστράτηγος του κατά κάποιον τρόπο), πολιορκούν τον Μάθω και τους εναπομείναντες μισθοφόρους του στον Τύνητα, ενώ τον εξοργίζουν επιδεικνύοντας τα νεκρά κορμιά των Σπένδιου και Αυτάριτου. Ο Μάθως αποφασισμένος για εκδίκηση λοιπόν και με μία άψογη νυχτερινή επιδρομή κατασφάζει τους στρατιώτες του Αννίβα, ενώ σταυρώνει τον Αννίβα ζωντανό στον σταυρό που βρισκόταν προηγουμένως ο Σπένδιος και παράλληλα εκτελεί 30 ακόμα σημαίνοντες Καρχηδονίους, δίπλα από το πτώμα του νεκρού συμπολεμιστή του.
Μετά από την ενέργεια αυτή, κάθε προοπτική ειρηνευτικής συνθήκης χάθηκε οριστικά. Η τελευταία πράξη του τριετούς Λιβυκού πολέμου δόθηκε λοιπόν στην πόλη Λέπτη, όπου Αμίλκας και Άννωνας ( «η ισχύς εν τη ενώσει» όπως λέει και ο Αίσωπος), ενωμένοι συνέτριψαν τον ανυπότακτο Μάθω, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο, από τους ίδιους τους πολίτες της Καρχηδόνας, κατά τη διάρκεια της τελετής θριάμβου που διοργάνωσε ο Αμίλκας για να εορταστεί η μεγαλειώδης αυτή νίκη.
Ποια λοιπόν τα διδάγματα που μας παρέδωσε ο Πολύβιος, εξιστορώντας τα γεγονότα του σχετικά «άγνωστου» Λιβυκού πολέμου; Κατά τη δική μου γνώμη, Ο Πολύβιος προσπαθεί να αποδείξει πως μία πολιτεία ευημερεί, όχι όταν επαναπαύεται στις δόξες του παρόντος, αλλά όταν εργάζεται αδιάκοπα για ένα ακόμα λαμπρότερο μέλλον. Μία πολιτεία ευημερεί όταν όλοι οι πολίτες της, εργάζονται για ένα κοινό όραμα με ζέση και με πάθος. Μία πολιτεία για να ευημερήσει χρειάζεται ηγέτες οξυδερκείς και πολίτες αυτάρκεις και έτοιμους να υπερασπιστούν την τιμή και την υπόληψη τους όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Μία πολιτεία χτίζεται όπως ακριβώς ένα επιβλητικό κτήριο. Χρειάζεται έναν λαό με «ατσάλινη» θέληση και αυτοπεποίθηση για να βασιστεί ( θεμέλια κτηρίου) και ηγέτες οξυδερκείς και διορατικούς στην κορυφή, έτσι ώστε να δώσουν στο κτήριο αυτό μία αίγλη επιβλητική και αξιομνημόνευτη!