Οι διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος στον κόσμο του <<Διαίρει και Βασίλευε>>
Το 334 π.Χ. ο Πανελλήνιος στρατός, υπό την ηγεσία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ξεκίνησε τη μεγαλειώδη εκστρατεία του, εναντίον της Κραταιής Περσικής αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες ενωμένοι λοιπόν, υπό την ηγεσία ενός χαρισματικού σε στρατηγικό και πνευματικό επίπεδο βασιλέως, πετυχαίνουν αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο. Διαδίδουν το Ελληνικό πνεύμα μέχρι την Ινδία και ο Ελληνισμός βρίσκεται στο απόγειο της ακμής του. Όλα αυτά όμως μέχρι το 323 π.Χ. και τον αιφνίδιο θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη. Του Έλληνος στρατηλάτου που δεν έχασε ποτέ ούτε μία μάχη, που κατάφερε να δοξαστεί από εχθρούς και φίλους.
Ύστερα από το θάνατο αυτό όμως ακολούθησαν οι περίφημες έριδες των διαδόχων. Οι στρατηγοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων και αντί να διασφαλίσουν την ακεραιότητα του εντυπωσιακού οικοδομήματος του αποθανόντος ηγέτη τους, ξεκινούν να πολεμούν μεταξύ τους. Επικές μάχες, εύθραυστες και μεταβαλλόμενες συμμαχίες, ώσπου τελικά το 377 και μετά τη νίκη του Αντιγόνου Β' του Γονατά στην πόλη της Λυσιμαχείας επί των Γαλατών, διαμορφώθηκε ο χάρτης των Ελληνιστικών βασιλείων. Η Αίγυπτος και γενικότερα το μεγαλύτερο κομμάτι της Βορείου Αφρικής, έγιναν η έδρα του βασιλείου των Πτολεμαίων ( με ξεκάθαρες επεκτατικές βλέψεις προς την Ανατολική Μεσόγειο). Έπειτα έχουμε το βασίλειο των Σελευκιδών, του οποίου κέντρο υπήρξε η Συρία, μα η έκταση του ήταν πραγματικά εντυπωσιακή, καθώς Εξαπλωνόταν από τον Ινδό μέχρι τη Μεσόγειο και από τον Καύκασο και την Κασπία θάλασσα μέχρι τον Περσικό κόλπο και την Αραβία. Ακολουθεί το Μακεδονικό βασίλειο, το οποίο ύστερα από αρκετές έριδες και ανατροπές, κατέληξε στη δυναστεία των Αντιγονιδών. Η πόλη της Μακεδονίας, αποτελούσε και πάλι το κέντρο του Ελληνικού κόσμου, όμως υπό την έλλειψη μίας ισχυρής ηγεσίας, διάφορες Ελληνικές πόλεις απέκτησαν ένα καθεστώς άτυπης αυτονομίας, υπό το καθεστώς των συμπολιτειών ( Αιτωλική συμπολιτεία, Αχαϊκή συμπολιτεία κλπ). Τέλος, υπάρχει το μικρότερο σε έκσταση μα διόλου ασήμαντο βασίλειο της Περγάμου, το οποίο ιδρύει το 280 π.Χ. ο Φιλέταιρος. Στρατηγός του αποθανόντος στρατηγού, του Πανελληνίου στρατού, Λυσίμαχου. Αυτός ήταν λοιπόν, ο διαχωρισμός της αχανούς αυτοκρατορίας, που ο Αλέξανδρος με αγώνες πολεμικούς και πνευματικούς έχτισε. Ένας διαχωρισμός, ο οποίος επέτρεψε την άνοδο της Ρωμαϊκής res publica υπό το καθεστώς του Διαίρει και Βασίλευε, ενώ καθοριστικό ρόλο στις γεωστρατηγικές εξελίξεις εκείνη την ταραχώδη εποχή, διαδραμάτισαν τα βασίλεια του πόντου (υπό τη δυναστεία των Μιθριδατιδών) και της Καρχηδόνας ( γεννέτειρα σπουδαίων στρατηγών, όπως ο Αννίβας, ο Αμίλκας Βάρκας κ.α.).
Το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να επιβληθούν επί όλων αυτών των ισχυρών βασιλείων, είναι άξιο θαυμασμού χωρίς αμφιβολία. Η επιβολή αυτή, ασφαλώς δεν έγινε από τη μία μέρα στην άλλη. Χρειάστηκαν δύο αιώνες σκληρών πολεμικών αναμετρήσεων, αλλά και αριστοτεχνικής διπλωματίας, υπό το περίφημο δόγμα του <<Διαίρει και βασίλευε>>, το οποίο χαρακτηρίζεται άψογα με την εξής φράση που ο ποιητής Πόπλιος Οβίδιος μας «κληροδότησε»: Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα!
Διότι η περίφημη pax Romana, ναι μεν χτίστηκε ύστερα από μακρόχρονους και αιματηρούς πολέμους, όπως οι Μακεδονικοί πόλεμοι, οι Καρχηδονιακοί πόλεμοι, οι Μιθριδατικοί πόλεμοι ή όπως με σπουδαίες νίκες, απέναντι σε σπουδαίους βασιλείς, όπως ο Αντίοχος ο Γ' ( Βασίλειο Σελευκιδών), αλλά το «έδαφος» για τις σπουδαίες αυτές στρατιωτικές νίκες, «στρώθηκε» με «διπλωματικά» ροδοπέταλα.
Όμως πως εφαρμόστηκε στην πράξη το περίφημο Διαίρει και βασίλευε; Ποιες ήταν οι τάσεις που δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες, για να καρποφορήσει αυτή η σπουδαία διπλωματική στρατηγική, η οποία μέχρι και σήμερα χρησιμοποιείτε από τις μεγάλες δυνάμεις; Η μία τάση, η πιο απλή και κενή συναισθήματος εάν θέλετε, ήταν αυτή του Περγαμικού και του Πτολεμαικού βασιλείου. Οι βασιλείς της Περγάμου και της Αιγύπτου λοιπόν, υπό την απειλή του επεκτατικού Σελευκιδικού βασιλείου, σταδιακά αντιλήφθηκαν, ότι μόνο υπό την προστασία της «μητέρας Ρώμης», θα κέρδιζαν την αυτονομία τους. Θεώρησαν ότι συμμαχώντας με τον ισχυρό, θα μπορούσαν να διατηρήσουν προνόμια, που ο «διψασμένος» για δόξα και ισχύ γείτονας τους, δε θα τους παρείχε. Και πράγματι η στάση αυτή υπήρξε ωφέλιμη και για τον οίκο των Ατταλιδών ( Πέργαμος) και για τον οίκο των Πτολεμαίων, καθώς ουκ ολίγες φορές η Ρώμη, προσδοκώντας σε οφέλη προάσπισε τα συμφέροντα τους. Όταν για παράδειγμα ο Αντίοχος ο Γ', εισέβαλε στην Αίγυπτο, με ρητή εντολή της Ρώμης, αποχώρησε από αυτήν. Όταν λίγα χρόνια αργότερα, το 187 π.Χ. μετά την ολοκληρωτική του ήττα ο Αντίοχος υπέγραψε την ταπεινωτική για το βασίλειο του, συνθήκη της Απάμειας (βαρύτατες φορολογικές υποχρεώσεις έναντι της Ρώμης και απώλεια εδαφών), η Πέργαμος ήταν αυτή που ευνοήθηκε, με αύξηση των εδαφών της και οικονομικά ανταλλάγματα. Η Πέργαμος που αν και μικρή σε έκταση, διέθετε πλούτο ζηλευτό σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο. Βλέπουμε λοιπόν, ότι η διαχρονική διπλωματική γραμμή Αιγύπτου-Περγάμου, (χωρίς να λείπουν ασφαλώς εξεγέρσεις του πλήθους έναντι στο Ρωμαίο κατακτητή), ωφέλησε τα ίδια τα κράτη βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα έβλαψε τον Ελληνισμό. Άφησε πεδίο δόξης λαμπρό στους Ρωμαίους και εκείνοι έσπευσαν να το διαβούν ασφαλώς.
Ποια ήταν όμως η αντίθετη όψη, του ίδιου Ελληνικού νομίσματος; Μα φυσικά η αντιρωμαική πολιτική του Σελευκιδικού και του Αντιγονιδικού βασιλείου. Οι Αντιγονίδες λοιπόν, πράγματι πάλεψαν για να αποκαταστήσουν το κύρος του βασιλείου τους. Για να ανασυστήσουν την μεγάλη Ελληνική αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όραμα καθόλου εύκολο, αφού η αυταρχική τους στάση απέναντι στις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις, δημιούργησε εκτός από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς. Γεγονός που οι Ρωμαίοι έσπευσαν ασφαλώς να εκμεταλλευτούν με περισσή μαεστρία, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως λυτρωτές, που θα απήλλαζαν τις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις, από την αυταρχική διοίκηση των Αντιγονίδων. Η ανταπόκριση που βρήκε το ανεκδιήγητο αυτό αφήγημα, εις την Ελλήνων πολιτεία, φανερώνεται όταν κατά τη διάρκεια των Ισθμίων αγώνων το 196 π.Χ. και μετά τη μεγάλη νίκη των Ρωμαίων, επί του Φιλίππου Ε' ( Βασιλεύ της Μακεδονίας) στις Κυνός Κεφαλές, ανακοίνωσε στο πλήθος των θεατών, την ελευθερία τους και αυτοί ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, τα οποία αργότερα θα μετάνιωναν οικτρά. Όμως η Ελληνική συνείδηση δεν έπαψε να υφίσταται. Ο Περσέας ( γιος του Φιλίππου Ε'), συμπαρασύροντας τις λαϊκές μάζες στον εθνικοαπελευθερωτικό του αγώνα, κάνει τη Ρώμη να «τρέμει», μα η ισχύς των Ρωμαϊκών λεγεώνων και η εγχώρια εθελοδουλία, οδήγησαν στη συντριβή του Ελληνικού στρατού στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ.
Οι Έλληνες όμως δεν έπαψαν να αντιστέκονται. Υπό την ηγεσία ενός ταπεινότατης καταγωγής τυχοδιώκτη, του Ανδρίσκου (ο οποίος ισχυρίζονταν πως ήταν υιός του Περσέως), οργανώθηκαν και αντιστάθηκαν στις ρωμαϊκές λεγεώνες. Το 148 π. Χ. όμως στην Πύδνα και πάλι, επήλθε η οριστική ήττα των Ελλήνων και η εδραίωση της Ρωμαϊκής κυριαρχίας στον Ελλαδικό χώρο ( η οποία επισφραγίστηκε με την καταστροφή της Κορίνθου το 146 π.Χ.).
Στη Ρωμαϊκή κυριαρχία όμως αντιστάθηκε εξίσου σθεναρά και ο οίκος των Σελευκιδών. Ένας οίκος που γέννησε σπουδαίος βασιλείς και στρατηγούς. Σπουδαίους, αλλά και άπληστους βασιλείς, οι οποίοι με τη μεγαλομανία τους, «πυρπολούσαν» κάθε προσπάθεια συνεννόησης μεταξύ των βασιλείων του Ελλαδικού χώρου. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί ο βασιλεύ Αντίοχος ο τρίτος και Μέγας όπως ορθώς χαρακτηρίστηκε. Μέγας διότι επέτυχε νίκες στην Ανατολή, αντάξιες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μην αντιλαμβανόμενος όμως την «παγίδα» που του έστησαν οι Ρωμαίοι, διάλεξε να συμμαχήσει με τους Αιτωλούς, κάνοντας εχθρούς του, τους Μακεδόνες. Αυτή η επιπόλαιη επιλογή του, ήταν και αυτή που οδήγησε στην ολοκληρωτική του ήττα και στο άδοξο τέλος του. Ο Σελευκιδικός οίκος όμως, διόλου δεν έχασε την αντιστασιακή του «φλόγα». Επιχείρησε και κατόρθωσε να ανακτήσει εδάφη, μα η επιθυμία του Δημήτριου του Σωτήρα, να κυριαρχήσει στην Κύπρο ( ερχόμενος σε σύγκρουση με τον οίκο των Πτολεμαίων), οδήγησε στην «ύπουλη» ανατροπή του και στην ουσιαστική κατάρρευση του Σελευκιδικού οικοδομήματος. Ένα οικοδόμημα το οποίο θα μπορούσε να επιτύχει την πολυπόθητη ανασύσταση της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εάν κατανοούσε, όπως κατανόησε και ο μέγας στρατηλάτης, πως τα όπλα είναι ένα μέσο βραχυπρόθεσμης και όχι ουσιαστικής κυριαρχίας. Διότι εάν ο αγών των όπλων, δε συνδυάζεται από ένα μεγαλεπήβολο πνευματικό, πολιτιστικό και διπλωματικό όραμα, τότε είναι καταδικασμένος στην αποτυχία.
Η Ρώμη λοιπόν και οι εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις της εκάστοτε εποχής, πετυχαίνουν τους στόχους τους, ακριβώς για αυτό το λόγο. Διότι φροντίζουν όχι μόνο για την επικράτηση τους στο πεδίο των μαχών, αλλά και στο πεδίο της διπλωματίας και της πνευματικής διανόησης. Οι διάδοχοι του μεγάλου Αλέξανδρου απέτυχαν λοιπόν, διότι δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τις μονόπλευρες και σχηματικές απόψεις περί διπλωματίας και κάπως έτσι επήλθε η μοιραία πτώση τους. Αυτοί που αγωνίστηκαν για τη συντριβή της Ρωμαϊκής απειλής, απέτυχαν ακριβώς διότι δεν μπόρεσαν να ενώσουν τους Έλληνες για έναν κοινό σκοπό. Διότι επέτρεψαν στους Ρωμαίους να κερδίσουν πριν τον στρατιωτικό και τον διπλωματικό-πνευματικό αγώνα. Το εγχείρημα τους λοιπόν, όσο ορθό και σωστό και αν ήταν, νομοτελειακά θα αποτύγχανε, αφού δεν κέρδισε την αποδοχή της ευρύτατης πλειοψηφίας.
Όσον αφορά την άλλη όψη του νομίσματος. Αυτούς που επέλεξαν το δρόμο των βραχυπρόθεσμων οφελών και της μακροπρόθεσμης υποταγής, η στάση τους μπορεί να μοιάζει φαινομενικά σωστή, αφού και μία τυπική αυτονομία διατήρησαν και εδαφικά οφέλη αποκόμισαν, αλλά στην πραγματικότητα ήταν εξαιρετικά λανθασμένη. Διότι κατέληξε επίσης νομοτελειακά, από μία προσπάθεια κατευνασμού του ρωμαϊκού «θηρίου», σε μία πλήρη ταύτιση μαζί του. Ο ρόλος άλλωστε που διαδραμάτισαν τα φιλορωμαικά αυτά βασίλεια, υπέρ των Ρωμαίων, σε πολύ κρίσιμες περιπτώσεις, ήταν καθοριστικός και για την εδραίωση της Ρωμαϊκής κυριαρχίας. Η αρχικώς πονηρή στρατηγική λοιπόν των ίσων αποστάσεων, κατέληξε σε μία πλήρη ταύτιση με τον εχθρό και σε μία μακροπρόθεσμη υποτέλεια στον « αχόρταγο» σύμμαχο τους. Μία υποτέλεια που έβλαψε τους ίδιους, αλλά και τον Ελληνισμό συνολικά.
Εν ολίγοις, εάν οι βασιλείς των βασιλείων του Ελλαδικού χώρου, κατάφερναν να ακολουθήσουν τη χρυσή τομή, της έντιμης ειρήνης μεταξύ τους και του κοινού μετώπου απέναντι στη ρωμαϊκή res publica σε επίπεδο στρατιωτικό αλλά και κυρίως σε επίπεδο διπλωματικό και πολιτισμικό, ίσως η ιστορία να είχε γραφτεί διαφορετικά. Ίσως σήμερα το μεγαλειώδες οικοδόμημα, που ο Πανελλήνιος στρατός, υπό την στρατιωτική αλλά και την πνευματική ηγεσία του Μεγάλου Αλεξάνδρου δημιούργησε, να μην είχε διαλυθεί. Δεν ισχυρίζομαι ασφαλώς ότι η ιστορία μπορεί να γραφτεί με αν. Μα βεβαίως και ισχυρίζομαι ότι η ιστορική μνήμη, σίγουρα μπορεί να γράψει ιστορία...