Όταν η ευγενική καταγωγή συναντά τις αρχές της ευσυνειδησίας και της πατριδοφροσύνης

2021-04-05

Στις 18 Νοεμβρίου το 2020, είχα αναρτήσει ένα άρθρο σχετικά με τον όρο αριστοκρατία και τις διάφορες εκφάνσεις του. Στο άρθρο μου «περί Αριστοκρατίας το ανάγνωσμα» λοιπόν, αιτιολογώντας τον τρόπο σκέψης μου, κατέληξα στο συμπέρασμα πως υπάρχουν τέσσερεις μορφές αριστοκρατικής καταγωγής: Η πρώτη μορφή, είναι η πλέον διαδεδομένη και σχετίζεται με τους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν προσφέρει τίποτα σπουδαίο στην πατρίδα τους, μα απλώς αποκτούν με δόλιους τρόπους χρήματα και περιουσία και με εχέγγυο την οικονομική τους ευρωστία διαφεντεύουν τις ζωές των συνανθρώπων τους. Η αριστοκρατία αυτή, η οποία πραγματικά είναι ένα πολύ σπάνιο φαινόμενο στην ανθρώπινη ιστορία ονομάζεται τιμοκρατική και είναι κατακριτέα από το σύνολο των σπουδαίων διανοητών της αρχαίας Ελλάδας.

Η δεύτερη μορφή αριστοκρατίας είναι η αριστοκρατία η οποία έχει να κάνει με την οικονομική κατάσταση ενός ατόμου, μα πρωτίστως σχετίζεται με τα κατορθώματα ενός ανθρώπου, καθώς υπηρετεί την πατρίδα του και τους συμπατριώτες του. Η Αριστοκρατία αυτή συναντάται για παράδειγμα στους πολεμικούς λαούς της Σπάρτης και της Μακεδονίας ( δωρική καταγωγή), όπου ηγέτες και στρατηγοί δεν αναδεικνύονται οι πλέον εύρωστοι, μα οι πλέον ικανοί στο πεδίο της μάχης. Πρόκειται λοιπόν για μία αριστοκρατία αξιακή και όχι δεσποτική και αιτιολογώ το σκεπτικό μου στο άρθρο που προανέφερα.

Η Τρίτη μορφή αριστοκρατίας είναι η λεγόμενη αριστοκρατία του πνεύματος, η οποία κυοφορείται από τον Σωκράτη και τις διδαχές του, γεννάται από τον «πρίγκιπα» της διανόησης Πλάτωνα και θηλάζεται ( λαμβάνει σάρκα και οστά) μέσα από το φιλοσοφικό έργο του σπουδαίου διανοητή της Ελληνικής φυλής, του Αριστοτέλη. Στο μυαλό των φιλοσόφων αυτών λοιπόν, ο πλούτος φαντάζει ως κάτι εντελώς κατακριτέο και ποταπό. Οι δε άνθρωποι που επιδιώκουν μόνο τις ηδονές και τα πλούτη και όχι την πνευματική τους εξύψωση, φαντάζουν ως οι πλέον φαιδροί και καμία θέση δεν έχουν στη δική τους ιδεατή πολιτεία. Με λίγα λόγια μιλάμε για μία αριστοκρατία του νου και όχι για μία αριστοκρατία της ατομικής περιουσίας και της πολιτικής καταγωγής.

Τέλος, η τέταρτη μορφή αριστοκρατίας, είναι η ιδιότυπη μορφή της αριστοκρατίας της ιδιότητας, όπως αυτή εκφράζεται στην κομμουνιστική ιδεολογία. Η αριστοκρατία της ιδιότητας λοιπόν δεν βασίζεται μήτε στον πλούτο μήτε στις υπηρεσίες που προσφέρεις στην πατρίδα σου. Αντιθέτως, βασίζεται σε μία απλή φράση-ιδιότητα: «λαϊκός αγωνιστής». Όταν λοιπόν ο Στάλιν στον επικήδειο λόγο που εκφωνεί στην κηδεία του ηγέτη της Οκτωβριανής επαναστάσεως, Βλαδίμηρου Λένιν, εκστομίζει την εξής ιστορική ατάκα: « «Εμείς οι κομμουνιστές δεν είμαστε κοινοί άνθρωποι. Είμαστε φτιαγμένοι από άλλη πάστα», καταλαβαίνουμε πως ομιλούμε για μία ιδιότητα ικανή να σου χαρίσει ένα ιδιότυπο αλάθητο, το οποίο θα ζήλευαν και οι Πάπες των μεσαιωνικών χρόνων. Όσο λοιπόν και εάν η αριστοκρατία της ιδιότητας και του πνεύματος έχουν κοινές καταβολές, στην πραγματικότητα έχουν και μεγάλες διαφορές. Η αριστοκρατία του πνεύματος, σε καμία περίπτωση δεν μισεί και δεν προσπαθεί να εξαλείψει την αντίθετη άποψη. Αντίθετα εργάζεται για την ευδαιμονία όλων των πολιτών. Επίσης η αριστοκρατία του πνεύματος δε βασίζεται στην ιδιότητα, αλλά στη γνώση και στο πνεύμα. Η αριστοκρατία της ιδιότητας αντιθέτως, αδιαφορεί για το πνεύμα. Φιμώνει κάθε αντίθετη άποψη και κλείνει τα αυτιά της σε οποιαδήποτε σκέψη και κριτική των αντιπάλων της. Δεν σκοπεύει με λίγα λόγια στην ευδαιμονία όλων των πολιτών, αλλά στην διαρκή χειραγώγηση όσων την υπηρετούν (πρόθυμα ή απρόθυμα μικρή σημασία έχει) και στην ηθική εξόντωση των αντιφρονούντων. Η αριστοκρατία της ιδιότητας λοιπόν, δεν επενδύει μήτε σε ιδέες μήτε σε ιδανικά. Αντιθέτως επενδύει στο διχασμό, στην αοριστολογία και στην ηθική εξόντωση κάθε διαφορετικής απόψεως. Η ρήση αυτή λοιπόν, σε συνδυασμό με το διόλου λιτό βίο της συγκεκριμένης ιστορικής προσωπικότητας, (καθώς οι περίφημες «ντάτσες του Στάλιν» πασίγνωστες θαρρώ πως είναι), επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα μου, σχετικά με τις θεμελιώδεις και αδιαμφισβήτητες διαφορές της αριστοκρατίας του πνεύματος ( της οποίας οπαδοί υπήρξαν ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης) με την αριστοκρατία της ιδιότητας της οποίας ανέφερα τον πλέον χαρακτηριστικό εκπρόσωπο.

Εφόσον λοιπόν ανέλυσα εν τάχει τη θεωρία μου για τον ορισμό του αριστοκρατικού πολιτεύματος και τις παρεκβάσεις του όπως εγώ τις αντιλαμβάνομαι, εισέρχομαι στο κυρίως θέμα του σημερινού μας άρθρου. Οι Έλληνες του σήμερα λοιπόν, πρέπει να καταλάβουμε πως εάν επιθυμούμε να αφήσουμε στις επερχόμενες γενεές ένα ισχυρό και επιβλητικό κληροδότημα, οφείλουμε να δούμε πως οι πρόγονοι μας κατόρθωσαν να πετύχουν στην ιερή αυτή αποστολή. Αρχικά λοιπόν πρέπει να κατανοήσουμε ότι στον αγώνα της ευημερίας του έθνους, χωρά κάθε άνθρωπος ο οποίος αγαπά την γη των προπατόρων του και ασπάζεται τα διαχρονικά ιδανικά της φυλής μας. Εφόσον λοιπόν η πλειοψηφία των Ελλήνων θαυμάζει θαρρώ, την πολιτική κληρονομιά του Περικλέους του Αθηναίου, ας θυμηθούμε πως ο Περικλής κατόρθωσε να οδηγήσει την πόλη του στην απόλυτη ευημερία και τον λαό του στην απόλυτη ομόνοια.

Ο χαρισματικός αυτός ανήρ λοιπόν, κατόρθωσε να καταλάβει το εξής απλό. Μία πόλη, ένα κράτος εάν θέλετε, δεν μπορεί να προοδεύσει εάν δεν βασιλεύει σε αυτό η ενότητα. Εάν κάθε πολίτης, ανεξαρτήτου οικονομικής καταστάσεως δεν αισθάνεται πως έχει το χρέος να υπηρετήσει την πατρίδα του με όλες του τις δυνάμεις. Ο Περικλής λοιπόν, ως ένας άψογος πολιτικός «σκακιστής» που ήταν, κατόρθωσε να εξισορροπήσει με ιδανικό τρόπο ανάμεσα στους εύπορους και ως επί το πλείστον ολιγαρχικούς Αθηναίους, αλλά και στους πτωχούς και απλούς Αθηναίους, οι οποίοι λαχταρούσαν μέσω των δημοκρατικών θεσμών δικαιοσύνη και άμβλυνση των ανισοτήτων. Κάπως έτσι λοιπόν ο Περικλής θεσμοθέτησε την δωρεάν είσοδο των άπορων Αθηναίων στο θέατρο, την αύξηση του μισθού των δικαστών της Ηλιαίας, λιγότερες περιουσιακές απαιτήσεις για να ανέλθει ένας Αθηναίος στα ύπατα αξιώματα της πολιτείας και άλλα πολλά. Το γενναίο αυτό φιλολαϊκό του πρόγραμμα μάλιστα, χρηματοδότησαν σε μεγάλο βαθμό οι εύποροι πολίτες των Αθηνών με τις περίφημες «λειτουργίες» του Περικλέους. Οι λειτουργίες ήταν λοιπόν φόροι οι οποίο αφορούσαν την στρατιωτική αυτάρκεια της πόλεως, τον επισιτισμό των απόρων, την χρηματοδότηση εμβληματικών πολιτιστικών δράσεων και έργων κ.α. Ως αντάλλαγμα της γενναιοδωρίας τους αυτής μάλιστα, οι Αθηναίοι αριστοκράτες έβλεπαν να δημιουργούνται εμβληματικές προτομές τους, ενώ το όνομα τους δοξάζονταν από την πολιτεία και από τον λαό.

Βλέπουμε λοιπόν πως ένα κράτος ευημερεί μόνο όταν οι πολίτες του είναι ικανοί να ξεπεράσουν τις διαφορές τους και να εργαστούν από κοινού για την ευφορία του κράτους αυτού. Όμως μίας και εισήλθαμε στον μήνα Απρίλιο και μιας και ο μήνας αυτός είναι αφιερωμένος στους «ελεύθερους πολιορκημένους» του Μεσολογγίου, ας αναλογιστούμε το παράδειγμα δύο ηρώων του έπους του 21', οι οποίοι ταυτίστηκαν με την άμυνα του Μεσολογγίου και παρά την αριστοκρατική καταγωγή τους, πολέμησαν για την ελευθερία του έθνους, με πάθος και ανιδιοτέλεια που θα ζήλευε και ο κάθε απλός οπλίτης.

Ας δούμε λοιπόν πως η ευγενική καταγωγή του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου συνάντησε τις αρχές της ευσυνειδησίας και της πατριδοφροσύνης του Μάρκου Μπότσαρη και ποια τα αποτελέσματα της ενώσεως αυτής. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν εξιστορώντας τον πολυτάραχο βίο του ευγενούς Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Κόρινθο το Μάρτη του 1766. Ο πατέρας του, Γεώργιος, γιος παπά, καταγόταν από τα Κατσανοχώρια, που βρίσκονται στην δυτική Μακεδονία και πρόγονοί του υπήρξαν προεστοί από το χωριό Πλαίσια Κατσανοχωρίων στην Ήπειρο. Ο προπάππος του, Γεώργιος Μαργαρίτης, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας κρεμάστηκε από τους Τούρκους στο νάρθηκα του ναού του χωριού του μετά από ψευδείς καταθέσεις εχθρών του. Ο γιος του Γεωργίου Μαργαρίτη, παπά-Διαμάντης, παππούς του Ιωάννη, ήταν εύπορος ιερωμένος και προεστός. Όπως ο τραγικός πατέρας του, έτσι κι αυτός κυνηγημένος από τους Τούρκους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του με την οικογένειά του και να εγκατασταθεί στο Αιτωλικό. Ο παπά-Διαμάντης άφησε δύο γιους, τον Αναστάσιο και τον Γεώργιο, πατέρα του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. Ο Αναστάσιος εγκαταστάθηκε στην πόλη των Πατρών και ο Γεώργιος στην πόλη της Κορίνθου. Και τα δυο παιδιά του παπά-Διαμάντη διακρίθηκαν για τις ικανότητές τους στο εμπόριο. Όταν συναντήθηκαν στην Πάτρα αποφάσισαν να αλλάξουν το επώνυμό τους και από Μαργαρίτης να το μετατρέψουν σε Παπαδιαμαντόπουλο, δηλαδή παιδιά του Παπα-Διαμάντη.

Ο Ιωάννης, έμεινε ορφανός σε πολύ μικρή ηλικία. Ήταν όμως τόσο εργατικός και φιλότιμος, ώστε σε ηλικία 20 ετών πάντρεψε την αδερφή του, ενώ μαθητεύοντας δίπλα στον θείο του Αναστάσιο, γρήγορα απέδειξε το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Κάπως έτσι λοιπόν ανοίγει το δικό του εμπορικό μαγαζί και σύντομα η φήμη του διαδίδεται σε όλη την Ευρώπη. Μάλιστα ο εύπορος αυτός άνδρας, τόσο πολύ αγαπούσε την πατρίδα του και τόσο πολύ λαχταρούσε την λευτεριά, ώστε υπήρξε από τους πιο ένθερμους αγωνιστές του ξεσηκωμού του γένους. Προσέφερε την περιουσία του ολάκερη στον αγώνα, ενώ όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν το αρχοντικό του στις αρχές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, σκοτώνοντας τον θείο του Αναστάσιο, ο Παπαδιαμαντόπουλος όχι μόνο δεν εγκατέλειψε, μα αφιερώθηκε με ακόμα μεγαλύτερη θέρμη στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και διακρίθηκε για τη γενναιοδωρία του, καθώς και για το συγκαταβατικό και ενωτικό του πνεύμα.

Το δε τέλος του; Πραγματικά αντάξιο ενός σπουδαίου και ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ανθρώπου. Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος συγκινημένος από τον αγώνα των Μεσολογγιτών, έκανε τα αδύνατα, δυνατά για να τους βοηθήσει να αντέξουν. Ο George Finlay αναφέρει μάλιστα στο βιβλίο του (εξυμνώντας την προσωπικότητα του Παπαδιαμαντόπουλου), πως όταν ο Παπαδιαμαντόπουλος βρέθηκε στη Ζάκυνθο το Φεβρουάριο για να ρυθμίσει κάποια διαδικαστικά ζητήματα της τροφοδοσίας των πολιορκημένων, στις παρακλήσεις των φίλων του να μην επιστρέψει στο Μεσολόγγι, εκείνος απάντησε λιτά και περιεκτικά: « Κάλεσα τους συμπολίτες μου να λάβουν τα όπλα εναντίον των Τούρκων και να ζήσω και να πεθάνω μαζί τους. Ιδού η ώρα να τηρήσω την υπόσχεση μου». Ακόμα όμως και την ώρα της κρίσεως, όταν η πτώση του Μεσολογγίου ήταν αναπόφευκτη, εκείνος δε δίστασε, βλέποντας ότι η Φρουρά είχε ήδη αποσκελετωθεί από την πείνα και οι να το αγαπημένο του άλογο, τη μοναδική του σωτηρία για να το φάνε οι στρατιώτες. Κάπως έτσι λοιπόν το σώμα του αξιομνημόνευτου αυτού ευπατρίδη μπορεί να «έσβησε», μα η αξιακή του κληρονομιά παραμένει αναλλοίωτη στις μέρες μας.

Ένα άλλο παράδειγμα όμως της αξιακής και «Δωρικής» αριστοκρατίας, είναι ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο ρωμαλέος αυτός Έλληνας, ο οποίος καταγόταν από την ένδοξη Σουλιώτικη φάρα των Μποτσαραίων, κατόρθωσε με την απαράμιλλη γενναιότητα του, αλλά και με την ανιδιοτέλεια που τον χαρακτήριζε, να εμπνεύσει όχι μόνο τους συμπατριώτες του, αλλά και το φιλελληνικό κίνημα το οποίο γεννιόταν την περίοδο εκείνη και το οποίο διατράνωνε το δικαίωμα των Ελλήνων στην εθνική ανεξαρτησία. Τα στρατιωτικά του κατορθώματα πολλά και όλα αξιομνημόνευτα, μα θα αναφέρω ενδεικτικά τα κυριότερα: Μάχη Βογόρτσας και Δερβιζιάνων, νίκη εναντίον Ισμαήλ Πασά στο μοναστήρι της Ρηνιάσας, μάχη Κομψάδων, καθώς και η ξακουστή μάχη στο Κεφαλόβρυσο, στην οποία έχασε και τη ζωή του, παρά την εμφατική στρατιωτική του νίκη.

Όλες αυτές οι νίκες όμως, πάντοτε σημαδεύονταν από ένα κλίμα ομόνοιας και ομοψυχίας. Ο Μάρκος Μπότσαρης διακρίθηκε ακριβώς επειδή μπορούσε να ανταποκριθεί στην εικόνα του μεγάλου στρατηγού, ενώ παράλληλα αδιαφορούσε για τις έριδες των εξουσιομανών συμπολεμιστών του και είχε μία συμπεριφορά λιτή και έντιμη. Η δε ανιδιοτέλεια με την οποία προσέγγισε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα αποδεικνύεται, όταν μετά από δικές του διπλωματικές και στρατιωτικές ενέργειες το Μεσολόγγι παρέμεινε «όρθιο» και οι Έλληνες διατήρησαν στην κατοχή τους ένα πολύ σημαντικό προπύργιο του αγώνος. Μετά λοιπόν από αυτή του την εμφατική του νίκη, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο οποίος σεβόταν τον ηρωικό Μάρκο, τον έχρισε στρατηγό της Δυτικής Στερέας Ελλάδας. Όταν όμως ο Μπότσαρης διαπίστωσε τις αντιδράσεις των οπλαρχηγών που λυμαίνονταν τη θέση του, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη και δυσεύρετη αξιοπρέπεια, έσκισε το χαρτί του διορισμού του και κραύγασε στους εγωπαθείς συμπατριώτες του: « Όποιος είναι άξιος παίρνει το δίπλωμα με το σπαθί του από τον πασά»!

Εάν όμως θεωρείτε την δική μου κρίση «υπερβολική», ας δούμε πως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αποχαιρέτησε τον νεκρό συμπολεμιστή του: «Ωρέ, σαν τον Μάρκο ήρωα γιο, μάνα δεν ματαγεννάει...Άμποτε να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο, αδελφέ Μάρκο». Ενώ μέχρι και τον δικό του ένδοξο θάνατο, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης συνέχισε να φέρνει τον Μάρκο ως παράδειγμα ευσυνειδησίας και ανιδιοτελούς πατριδοφροσύνης: «Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νου που δεν είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σαν τού Χριστού. Εμείς όλοι ούτε στο δάχτυλό του δεν φθάνουμε...»

Ελπίζω διαβάζοντας το άρθρο αυτό, να καταλάβαμε τους λόγους για τους οποίους ένα κράτος, χρειάζεται όλους τους πολίτες του για να ευημερήσει και να προοδεύσει. Ελπίζω να καταλάβαμε γιατί ο ορθός τρόπος να κρίνουμε έναν άνθρωπο δεν είναι να διαπιστώσουμε την οικονομική και πολιτική, αλλά την πνευματική και αξιακή του κατάσταση. Ελπίζω να καταλάβαμε τους λόγους για τους οποίους επιτεύχθηκε το «Περίκλειο» θαύμα, αλλά και τους λόγους για τους οποίους προσωπικότητες ανιδιοτελείς και αξιοπρεπείς όπως ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, εξυμνήθηκαν από το σύνολο όχι μόνο των εσωτερικών, αλλά και των εξωτερικών παρατηρητών της ιστορίας. Ελπίζω να καταλάβαμε γιατί η ρήση του Αισώπου « η ισχύς εν τη ενώσει», ήταν, είναι και θα είναι διαχρονικά επίκαιρη!

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε