Ρόναλντ Ρήγκαν: Ο αφοπλιστικά κυνικός ηγέτης
Όπως θα γνωρίζετε αποφεύγω να αναφέρομαι σε πρόσωπα της νεότερης ελληνικής αλλά και παγκόσμιας ιστορίας. Πρόσωπα των οποίων τα πεπραγμένα είναι οικεία σε αρκετούς από εμάς και οι αντιθέσεις σχετικά με τον απολογισμό του έργου τους, ακόμα πιο δύσκολες και υποκειμενικές. Μην περιμένετε λοιπόν από εμένα να κρίνω το έργο του Ρόναλντ Ρήγκαν σαν ένας αντικειμενικός ή υποκειμενικός αναλυτής. Το συγκεκριμένο άρθρο λοιπόν δεν αποβλέπει ούτε στον έπαινο ούτε στο ψόγο της ιστορικής και πασίγνωστης αυτής φυσιογνωμίας. Δεν αποβλέπει ούτε στον έπαινο ούτε στον ψόγο του τεσσαρακοστού προέδρου των Ηνωμένων πολιτών, ο οποίος με το αδιαμφισβήτητο επικοινωνιακό του χάρισμα και τον πολιτικό του κυνισμό, «σημάδεψε» μία ολόκληρη εποχή και μία ολόκληρη γενιά. Αντιθέτως, στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσω να εξηγήσω πως κατάφερε ο Ρόναλντ Ρήγκαν να αναγραφεί στην ιστορία ως «μεγάλος επικοινωνιολόγος» ( «Great Communicator») και εάν τελικά ο τίτλος αυτός κερδήθηκε επάξια από τον τεσσαρακοστό πρόεδρο των Ηνωμένων πολιτειών της Αμερικής.
Ο Ρόναλντ Ρήγκαν λοιπόν, γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1911 στο Ταμπίκο του Ιλινόις και μεγάλωσε σε μία μικρομεσαία οικογένεια. Σπούδασε στο ιδιωτικό κολέγιο Eureka Colleague και το 1932 ολοκλήρωσε επιτυχώς τις σπουδές του στην οικονομική επιστήμη, καθώς και στην επιστήμη της κοινωνιολογίας. Το 1937 μετακόμισε στην Καλιφόρνια και κατάφερε να εργαστεί ως ηθοποιός. Συμμετείχε σε μερικές σημαντικές παραγωγές όπως το «Hellcats of the Navy», «Knute Rockne, All American», « law and order» και αρκετές ακόμα ταινίες. Παρόλα αυτά, το «μικρόβιο» της πολιτικής πάντοτε υπήρχε μέσα του. Ως ηθοποιός ακόμα, δήλωνε πως ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ υπήρξε ήρωας, ενώ φαινόταν να συμπαρατάσσεται με το δημοκρατικό στρατόπεδο. Παράλληλα βέβαια δε δίσταζε να διαφοροποιηθεί από τους εναλλακτικούς συναδέλφους του και να αγωνίζεται ενάντια στην «κομμουνιστική επιρροή».
Το 1967, ο χαρισματικός και πομπώδης λόγος του, τον ανέδειξε ως κυβερνήτη της Καλιφόρνια. Στο «τιμόνι» της Καλιφόρνιας παρέμεινε έως το 1975 και στη συνέχεια θέλησε να διεκδικήσει τον πραγματικά μεγάλο του στόχο. Θέλησε να λάβει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων και να απαλλάξει τις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής από τα «αριστερόστροφα» σύνδρομα των Δημοκρατικών. Κάπως έτσι στις προεδρικές εκλογές του 1980, με ποσοστό 50,7% κατόρθωσε να χριστεί ηγέτης του Αμερικανικού έθνους. Οι προεκλογικοί του στόχοι σαφείς και ξεκάθαροι, όπως υπήρξε άλλωστε και ο ίδιος ως πολιτικός: οικονομική και ηθική εξασθένηση του αντίπαλου δέους της Σοβιετικής ενώσεως ( η περίφημη «αυτοκρατορία του κακού» κατά τα λεγόμενα του ίδιου), φιλελεύθερη στροφή στο παραγωγικό μοντέλο των Ηνωμένων πολιτειών της Αμερικής και αποκατάσταση του κύρους των ΗΠΑ ως κυρίαρχης δύναμης στον πλανήτη. Η επανεκλογή του στις προεδρικές εκλογές του 1984 με το εντυπωσιακό ποσοστό του 58,8%, ήλθε για να αποδείξει ότι ο λεγόμενος Ρηγκανισμός είχε πλέον «ριζώσει» στη συνείδηση του μέσου Αμερικάνου. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν χρίστηκε ο κατάλληλος για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στη Σοβιετική ένωση και να βγάλει τις ΗΠΑ από το οικονομικό «τέλμα» όπου βρισκόντουσαν και ο απολογισμός του έργου του μετά το πέρας και της δεύτερης τετραετίας αποδεικνύει, ότι μάλλον υπήρξε συνεπής με τις υποχρεώσεις του στο εκλογικό σώμα. Ο Ρόναλντ Ρήγκαν απεβίωσε στις 5 Ιουνίου του 2004, αφού πρώτα είχε δώσει μία σφοδρή και μακροχρόνια μάχη με την νόσο Αλτσχάιμερ.
Αφού όμως αναλύσαμε εν τάχει το σύνολο του βίο του Ρόναλντ Ρήγκαν, καιρός να σταθούμε στα πολιτικά του πεπραγμένα και να αποδείξουμε γιατί ο Ρήγκαν υπήρξε ένας ιδιότροπος επίγονος του Διογένους του Κυνικού και των υπολοίπων κυνικών φιλοσόφων. Αντιλαμβάνομαι το περίεργο της σκέψεως. Πως είναι δυνατόν ένας επιδειξιομανής και καλοβαλμένος πρόεδρος των ΗΠΑ να ταυτίζεται με τον δάσκαλο του λιτού βίου και της ασκητικής ζωής; Απαντώ παραθέτοντας τα κυνικά στοιχεία της πολιτικής σκέψεως του Ρόναλντ Ρήγκαν. Μερικά από τα αποφθέγματα του τεσσαρακοστού προέδρου των Ηνωμένων πολιτειών της Αμερικής, μπορούν να πείσουν και τους πλέον δύσπιστους για την αφοπλιστικά ( ίσως και εξοργιστικά για κάποιους) κυνική του σκέψη: « Λένε ότι η Πολιτική είναι το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Έχω διαπιστώσει ότι έχει καταπληκτική ομοιότητα με το πρώτο (πορνεία για όσους δε το γνωρίζουν)». «Αν η Σοβιετική Ένωση επέτρεπε την ύπαρξη και ενός άλλου κόμματος, πάλι θα ήταν ένα μονοκομματικό κράτος, γιατί όλοι θα πήγαιναν με το άλλο κόμμα». «Η Κούβα είναι η πιο μεγάλη χώρα του κόσμου. Η πρωτεύουσά της είναι στην Αβάνα, η κυβέρνησή της στη Μόσχα, ο στρατός της στην Αφρική και ο πληθυσμός της στη Φλόριντα (αναφερόμενος στους αντιφρονούντες στο καθεστώς Κάστρο οι οποίοι κατέφυγαν στην πολιτεία της Φλόριντα)». «Πώς μπορεί ένας Πρόεδρος να μην είναι ηθοποιός»; Και για το τέλος άφησα το απόφθεγμα το οποίο αποτέλεσε και την ναυαρχίδα της πολιτικής θεωρίας του Ρηγκανισμού: «Η Σοβιετική Ένωση είναι η αυτοκρατορία του Κακού και ο κομμουνισμός είναι η εστία του Κακού στον σύγχρονο κόσμο».
Διαβάζοντας κανείς αυτά τα λιτά, αλλά άκρως περιεκτικά γνωμικά που ο Ρόναλντ Ρήγκαν κληροδότησε στο δημόσιο πολιτικό διάλογο, αντιλαμβάνεται υποθέτω τα εξής: Ο Ρόναλντ Ρήγκαν δεν υπήρξε ο μοναδικός φανατικός αντικομουνιστής στις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής. Υπήρξε όμως ο μοναδικός που αντιμετώπισε με θάρρος και θράσος το αντίπαλο ιδεολογικό δέος. Μάλιστα το αντιμετώπισε με τόσο κυνισμό, ώστε κατόρθωσε να στρέψει τις αριστερίζουσες ΗΠΑ προς την κλασική και πατροπαράδοτη συντηρητική πολιτική προσέγγιση των πραγμάτων και στο δόγμα το οποίο ένας άλλος πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ καθιέρωσε: «Μόνο η δύναμη μπορεί να συνεργαστεί. Η αδυναμία μπορεί μόνο να ικετεύσει». Πως εφήρμοσε όμως αυτό το δόγμα; Ο περίφημος «πόλεμος των άστρων» ( εκτόξευση των δαπανών για πολεμικούς εξοπλισμούς), οι εντυπωσιακές κινηματογραφικές παραγωγές με σαφές πολιτικό υπόβαθρο, ο επιδεικτικός και αυθόρμητος λόγος του, ήταν και αυτός που τον κατέστησε έναν μεγάλο επικοινωνιολόγο. Έναν ηγέτη των οποίων οι πανίσχυρες Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής, ως μία άλλη παραπαίουσα Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ζητούσε για να την «τραβήξει» από τον βούρκο της εσωστρέφειας και της ενοχικότητας.
Γνωρίζοντας λοιπόν τον επίσης αμοντάριστο, αυθόρμητο και αφοπλιστικά κυνικό λόγο του Διογένους του Κυνικού, αντιλαμβανόμαστε θεωρώ τις ομοιότητες μεταξύ των δύο ανδρών. Ομοιότητα η οποία δεν εντοπίζεται ασφαλώς στους στόχους και στα ιδανικά, αλλά στη αφοπλιστικά κυνική ρητορική τους δεινότητα και στην επιρροή που κατάφεραν να ασκήσουν στις μάζες, λέγοντας απλώς αυτά που πιστεύουν, χωρίς να υποκρίνονται. Διότι μπορεί να συνηθίζουμε να προσδίδουμε μία αρνητική χροιά στον όρο «κυνισμός», σκεφτείτε όμως έναν κόσμο με ηγέτες που δε θα εξαπατούσαν το λαό. Με κυνικούς ηγέτες που με τον ρητορικό τους στόμφο και το ξεκάθαρο πολιτικό τους όραμα, θα μπορέσουν να παρασύρουν και όχι να παρασυρθούν από την κοινή γνώμη. Άλλωστε όλοι μας δε συνηθίζουμε να διαπιστώνουμε την ανειλικρίνεια των πολιτικών μας; Το θέμα συζήτησης όμως δεν είναι το εάν οι πολιτικοί μας είναι ανειλικρινείς και εξουσιομανείς, αλλά το εάν εμείς αντέχουμε πολιτικούς οι οποίοι να μοιράζονται την αλήθεια τους με τα πλήθη χωρίς αιδώ και ψηφοθηρικούς ελιγμούς. Μήπως λοιπόν ο κυνισμός στην πολιτική υπό προϋποθέσεις δε χρειάζεται να αποτελεί ψόγο;
Εν κατακλείδι, ο Ρόναλντ Ρήγκαν υπήρξε μία ιστορική φυσιογνωμία με ξεκάθαρο ιδεολογικό όραμα και ένα αξιομνημόνευτο ρητορικό χάρισμα. Η πολιτική του πορεία, τα πεπραγμένα της διακυβερνήσεως του, έρχονται να αποδείξουν ότι υπήρξε ένας ηγέτης που παρέσυρε την κοινή γνώμη και δεν παρασύρθηκε από αυτήν. Υπήρξε ένας «σύγχρονος Διογένης», ο οποίος είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να αναδεικνύει τα κακώς κείμενα των ανθρωπίνων κοινωνιών ( κατά τη δική του κρίση πάντοτε), αλλά είχε και τη δυνατότητα να κυβερνήσει για να προσπαθήσει να τα αλλάξει. Σκοπός του άρθρου αυτού όπως προείπα όμως, δεν ήταν μήτε ο έπαινος μήτε ο ψόγος της συγκεκριμένης ιστορικής φυσιογνωμίας. Σκοπός του άρθρου ήταν να προβληματιστούμε για το εάν ο καιρός των κυνικών και χαρισματικών ηγετών, οι οποίοι μπορούν να παρασύρουν και όχι να παρασυρθούν από την κοινή γνώμη έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Να προβληματιστούμε για τη φύση της πολιτικής και για το ορθό μοντέλο ηγεσίας και διοικήσεως στην εποχή των ραγδαίων μεταβολών και των ανελλιπών κρίσεων τις οποίες βιώνουμε.