Το λιοντάρι, ο κυνηγός, ο ξυλοκόπος και το πολιτισμικό τέλμα στο οποίο βρισκόμαστε

2020-11-21

Καθώς η γενική απαγόρευση κυκλοφορίας συνεχίζεται και καθώς δε διαθέτουμε Netflix, «καταφύγιο» μπορούμε να βρούμε μόνο στο διάβασμα. Βλέποντας λοιπόν το ποτήρι ως μισογεμάτο και όχι ως μισοάδειο, μπορούμε να θεωρήσουμε την πρωτόγνωρη αυτή συγκυρία την οποία βιώνουμε, ως μοναδική ευκαιρία να εμβαθύνουμε τις ιστορικές, τις αξιακές, τις ηθικές, τις καλλιτεχνικές και τις επιστημονικές μας γνώσεις.

Αποφασίζοντας να ακολουθήσω και να διαβώ αυτή την ενδιαφέρουσα «οδό» λοιπόν, και καθώς προχωρούσα, συνάντησα στο δρόμο μου, έναν από τους πιο ενδιαφέροντες μύθους του Αισώπου ( έχω αναφερθεί με άρθρο μου στον πολυτάραχο βίο του εθνικού μας μυθοποιού): Το μύθο του δειλού κυνηγού, του λέοντος και του ξυλοκόπου. Παραθέτω το μύθο αυτό, όπως μεταφέρεται στη  Βικηθήκη: «Ένας κυνηγός κοίταζε στο έδαφος ψάχνοντας ίχνη. Συνάντησε έναν ξυλοκόπο, ο οποίος τον ρώτησε: «Τι ψάχνεις;» - «Ψάχνω ίχνη ενός λιονταριού, μήπως είδες τα ίχνη του; ή, ξέρεις πού έχει τη φωλιά του;» - «Όχι μόνο τα ίχνη του, και το ίδιο το λιοντάρι μπορώ να σου δείξω, εδώ κοντά είναι», απάντησε ο ξυλοκόπος. Τότε ο κυνηγός χλόμιασε, τα δόντια του άρχισαν να χτυπάνε από το φόβο του και είπε: «Λιονταριού χνάρια ψάχνω να βρω, δεν ψάχνω το λιοντάρι.»

Τι καταλαβαίνουμε από αυτόν τον ευχάριστο αλλά και συνάμα άκρως διδακτικό μύθο; Κατά τη δική μου γνώμη, ο θρασύδειλος κυνηγός, αναπαριστά ακριβώς εκείνον τον άνθρωπο που στη θεωρία και στα λόγια αριστεύει, αλλά την ώρα της κρίσης την ώρα της πράξεως και της αποδείξεως της θεωρίας λιγοψυχά και εγκαταλείπει το πεδίο της πολιτικής ή της αξιακής και ηθικής μάχης. Το λιοντάρι από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί αυτόν ακριβώς το κίνδυνο, αυτό ακριβώς το πρόβλημα που όλοι μας θέλουμε να επιλύσουμε, όλοι μας θέλουμε να «δαμάσουμε», μα κάποιοι από εμάς, την ώρα της κρίσης και συναντώντας τον κίνδυνο κατάματα, αντιλαμβάνονται πόσο λίγοι είναι μπροστά του και πόσο ανέντιμα κατέκριναν τους προκατόχους τους. Στο τέλος υπάρχει φυσικά και ο περίφημος δρυτόμος (ξυλοκόπος). Ο Συγκεκριμένος άνδρας αντιπροσωπεύει ασφαλώς την κοινή γνώμη. Την κοινή γνώμη, η οποία δηλώνει με ειλικρίνεια και εντιμότητα την αδυναμία της να επιλύσει το πρόβλημα και να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο και εναποθέτει τις ελπίδες της, στον ερχομό ενός πεφωτισμένου ηγέτη ή απλώς στην ανάδειξη ενός ηγέτη, ο οποίος θα καταφέρει να μετατρέψει την θεωρία σε πράξη ( αλλά δυστυχώς όπως εγώ προσωπικά θεωρώ γηράσκει αναμένοντας)

Και αφού αναλύσαμε κάπως σχηματικά και πρόχειρα, αλλά θεωρώ και αρκετά ικανοποιητικά το συγκεκριμένο μύθο του Αισώπου, καιρός έφτασε να ταυτίσουμε τον διδακτικό αυτό μύθο, με τη σημερινή καλλιτεχνική και πολιτισμική πραγματικότητα η οποία υφίσταται στον τόπο μας. Οι δύο λέξεις που διάλεξα, ασφαλώς και δεν είναι τυχαίες. Οι καλές τέχνες αρχικά, αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ψυχής του έθνους μας. Αποτελούν εάν θέλετε οι καλές τέχνες ένα από τα σπουδαιότερα και τα πιο αξιομακάριστα τέκνα του ελληνικού πνεύματος και του ελληνικού ιδεώδους. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι, όλοι οι μεγάλοι στοχαστές, όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί και στρατηγοί του Ελληνικού έθνους, ασχολήθηκαν με τις καλές τέχνες και τις θεώρησαν πολύτιμο μέσο διαπαιδαγώγησης του λαού.

Τώρα όσον αφορά τη λέξη «πολιτισμός» τη χρησιμοποιώ όχι με τη συμβατική έννοια που χρησιμοποιείται σήμερα, αλλά με την έννοια την οποία ο λαμπρός επιστήμων Γεώργιος Μπαμπινιώτης, παραθέτει σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα το «Βήμα της Κυριακής»: «Κάθε πνευματική και υλική δραστηριότητα που προάγει τον άνθρωπο, φιλοσοφία, θρησκεία, ηθική γλώσσα (γραμματική), μαθηματικά, ιατρική (βιολογία), γυμναστική, αθλητισμός, επιστήμες, ποίηση, μουσική, εικαστικά, θέατρο ιστορία, γράμματα, εκπαίδευση, βιβλίο και βιβλιοθήκες, αρχιτεκτονική, αλλά και άσκηση πολιτικής, διοίκησης, διακυβέρνησης, νομοθεσίας, τα πάντα ήταν για τους προγόνους μας θέμα ΠΑΙΔΕΙΑΣ». Με λίγα λόγια, μιλάμε για δύο έννοιες αλληλένδετες, τις οποίες εμείς οι διάδοχοι του ελληνικού ιδεώδους, φαίνεται αργά και μεθοδικά να τις διαχωρίσαμε και να τις απομυζήσαμε.

Αφού λοιπόν ανέδειξα τη σημασία των δύο αυτών λέξεων στη ζωή των προγόνων μας, αλλά και στη δική μας, ξεκινώ να αναπτύξω τις σκέψεις μου, σχετικά με τη σημερινή ζοφερή κατάσταση των καλών τεχνών αλλά και της παιδείας (πολιτισμός) στον τόπο μας. Η ζοφερή αυτή κατάσταση την οποία σήμερα αντιλαμβανόμαστε στο χώρο, ασφαλώς σχετίζεται με την πανδημία σε μεγάλο βαθμό, αλλά σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό σχετίζεται με την διαχρονική και συστηματική υποβάθμιση της επίδρασης των καλών τεχνών στη ζωή μας. Όσον αφορά την παιδεία λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι μαθήματα σημαντικά όπως η μουσική, η θεατρική αγωγή, η φιλοσοφία, τα θρησκευτικά, η γυμναστική και τα εικαστικά έχουν μετατραπεί σε ευκαιρία για διάλειμμα και τεμπελιά. Οι γονείς μας αρχικά, ύστερα εμείς οι ίδιοι ( και πολύ φοβάμαι και τα παιδιά μας) έμαθαν και μαθαίνουμε να υποβαθμίζουμε τη σημασία αυτών των μαθημάτων. Να θεωρούμε τα μαθήματα αυτά, άρα και σε όσους ασκούν τα συγκεκριμένα επαγγέλματα, ανθρώπους γραφικούς, ονειροπαρμένους και εκτός πραγματικότητας. Είδαμε λοιπόν πριν λίγους μήνες, να γίνεται θέμα η υποτιθέμενη κατάργηση του μαθήματος των εικαστικών από τα σχολεία ( φαίνεσθαι), αλλά ποτέ δεν είδαμε να γίνεται θέμα συζήτησης η συστηματική υποβάθμιση των συγκεκριμένων μαθημάτων και ο τρόπος με τον οποίον θα καταφέρουμε να αναδείξουμε την αξία τους στη ζωή μας ( ουσία).

Ακριβώς αυτή η παθογένεια λοιπόν ( η έμφαση στο φαίνεσθαι και όχι στο είναι) είναι και αυτή που μας οδήγησε στο σημερινό τέλμα. Είναι αυτή που μας οδήγησε σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα στείρο και νωθρό, το οποίο αδυνατεί να παρέχει τις στοιχειώδεις σφαιρικές γνώσεις τις οποίες ισχυρίζεται πως παρέχει, αλλά και μία τέχνη αδύναμη να συγκινήσει την πλειοψηφία του κόσμου και αδύναμη να ανταποκριθεί στα κελεύσματα της νέας εποχής που για τον υπόλοιπο κόσμο έχει προ πολλού ανατείλει.

Και τώρα επανερχόμαστε στο περίφημο μύθο του Αισώπου, παρομοιάζοντας τις «κεφαλές» του πολιτικού και καλλιτεχνικού κόσμου με τον φαφλατά κυνηγό, τον λέοντα με το τέλμα στο οποίο ο πολιτισμός και οι καλές τέχνες έχουν περιέλθει, και τον κυνικό δρυτόμο, με την κοινή ελληνική γνώμη που διαπιστώνει το πρόβλημα, αλλά αδυνατεί να δώσει λύση. Αναρωτιόμαστε μήπως γιατί χώρες όπως η Πολωνία ή η Τσεχία καταφέρνουν να παράγουν αξιοπρεπέστατες παροχές για το Netflix; Αναρωτιόμαστε γιατί η πλειοψηφία του απλού ακροατηρίου προτιμά να δει μία επιθεώρηση ( δεν κατακρίνω το είδος σε καμία περίπτωση), αντί να δει μία αρχαία τραγωδία ή σάτιρα; Αναρωτιόμαστε μήπως γιατί δε δημιουργούμε τηλεοπτικό και κινηματογραφικό περιεχόμενο άξιο της ιστορίας μας, αλλά και του ταλέντου που διαθέτουν οι Έλληνες καλλιτέχνες και δημιουργοί, αλλά αρκούμαστε στη μεταφορά εύπεπτων ξενόφερτων προϊόντων (τηλεοπτικών και κινηματογραφικών), τα οποία αδυνατούν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό και στο κοινό, αλλά και στους ίδιους τους συντελεστές τους; Αναρωτιόμαστε μήπως γιατί οι νέοι άνθρωποι δεν αποκτούν στο σχολείο το παραμικρό ίχνος καλλιτεχνικής παιδείας και μόρφωσης ( σε αντίθεση με το Αμερικανικό ή το Αυστραλιανό πρότυπο);

Γνωρίζετε όμως, ότι δεν είμαι άνθρωπος που αρέσκεται στις διαπιστώσεις, ούτε στα ευχολόγια. Για αυτό λοιπόν προτείνω οι άβουλοι δρυτόμοι, να οδηγήσουμε τους μεγαλόστομους, αλλά και φοβικούς κυνηγούς ( πολιτικούς και πολιτισμικούς ηγέτες), στο δρόμο της ευθείας και ουσιαστικής αντιμετώπισης του πολιτιστικού προβλήματος. Έχω αναφερθεί και στο παρελθόν, στην ανάγκη θέσπισης σύγχρονων Λυκειακών Μεγάλων Διονυσίων, όπως και στην ανάγκη όλα τα παιδιά να ενθαρρύνονται να ασχοληθούν ερασιτεχνικά με τη συγγραφή, την ποίηση, τη μουσική ή την υποκριτική. Έχω αναφερθεί στην ανάγκη το μάθημα της φιλοσοφίας να διδάσκεται από το γυμνάσιο ακόμα και να περιέχει ουσιαστικό και όχι επιφανειακό διδακτικό περιεχόμενο.

Έχω αναφερθεί στην ανάγκη οι Έλληνες παραγωγοί, αλλά και οι Έλληνες καλλιτέχνες, μόλις η «καταιγίδα» που βιώνουμε παρέλθει, να ξεκινήσουν να σκέπτονται μεγαλόπνοα. Να μη συμβιβάζονται και να μην επαιτούν, αλλά να αφουγκραστούν τη σοφή κοινή γνώμη. Να πάψουν να αδικούν τους εαυτούς τους και να γίνουν με αργό και μεθοδικό τρόπο, το «Hollywood της Μεσογείου». Διαθέτουμε την ιστορία, διαθέτουμε το ιστορικό και καλλιτεχνικό υλικό, διαθέτουμε την πανέμορφη φύση, καθώς και το έμψυχο δυναμικό. Δε διαθέτουμε όμως μήτε την όρεξη, μήτε το μεγαλειώδες πνεύμα των προγόνων μας. Αρνούμαστε εν ολίγοις να ασπαστούμε το λογικό και ορθό συμπέρασμα του Αριστοτέλους, ο οποίος στα «ηθικά Νικομάχεια» δηλώνει με σαφήνεια το εξής: « Το έργο πρέπει να είναι άξιο της δαπάνης και η δαπάνη άξια του έργου».

Έχω τέλος προσπαθήσει και στο παρελθόν να αποδημήσω την άποψη η οποία αντιτίθεται στη δική μου και η οποία ισχυρίζεται: « Μα πως μπορούμε να αντέξουμε το κόστος μίας τέτοιας προσπάθειας; Μα εάν σταματήσουμε να οργανώνουμε σειρές, ταινίες και θεατρικές παραστάσεις άνευ λόγου και αιτίας, τόσοι άνθρωποι θα μείνουν άνεργοι».

Απαντώ λοιπόν και πάλι στο συγκεκριμένο επιχείρημα: Το βραχυπρόθεσμο κόστος, φαντάζει πολύ μικρό και πολύ ασήμαντο μπροστά στο μακροπρόθεσμο όφελος. Ένα όφελος για το οποίο οι νεότερες γενεές Ελλήνων θα μας μακαρίζουν και θα μας δοξάζουν. Φτάνει οι ιθύνοντες να τολμήσουν. Να τολμήσουν και να επιτύχουν. Να επιτύχουν για χάρη των εαυτών τους, αλλά και για χάρη των νέων παιδιών, τα οποία επιθυμούν να ασχοληθούν με το χώρο αυτό, μα διστάζουν, λόγω της έλλειψης οράματος την οποία εύκολα διαπιστώνουν. 

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε