Το θανάσιμο αμάρτημα ενός σπουδαίου Στρατηγού
Το θανάσιμο αμάρτημα ενός σπουδαίου Στρατηγού
Ευδαιμονία. Το υπέρτατο αγαθό κατά τον Αριστοτέλη. Όλοι οι άνθρωποι την επιδιώκουμε, μα ο τρόπος με τον οποίον την αντιλαμβανόμαστε και την επιδιώκουμε, είναι και αυτός που μας ξεχωρίζει από το ζωικό βασίλειο. Ας δούμε λοιπόν πως το «κυνήγι» της απόλυτης ευδαιμονίας, οδήγησε έναν μεγάλο και τρανό στρατηγό, από το ζενίθ της δυνάμεως του, στο ναδίρ και στον ατιμωτικό θάνατο.
Την ευδαιμονία ( το υπέρτατο αυτό αγαθό), κυνήγησε με μανία ένας σπουδαίος στρατηγός. Ο ξακουστός Παυσανίας, ο γιος του Κλεόμβροτου ( βασιλεύς της Σπάρτης) και του ξακουστού σε όλους μας για την επική μάχη των Θερμοπυλών, Λεωνίδα Α'. Ο Παυσανίας υπήρξε ένας άνδρας εξαιρετικά φιλόδοξος και οξυδερκής. Υπήρξε ένας γνήσιος ευπατρίδης, αναθρεμμένος με τα ιδανικά της πόλεως της Σπάρτης, ενώ διακρίθηκε για την οξυδέρκεια και την αποφασιστικότητα του στη λήψη κρίσιμων στρατηγικών και πολιτικών αποφάσεων. Μετά την επική μάχη των Θερμοπυλών λοιπόν, ο Λεωνίδας όρισε ως διάδοχο του τον ανήλικο υιό του Πλείσταρχο. Όπως συνηθίζονταν λοιπόν, αρχικά ο ενήλικος ξάδερφος του ο Παυσανίας, ανέλαβε την «κηδεμονία» του και χρίστηκε επίτροπος του.
Ο Παυσανίας κατάφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να γοητεύσει τους πάντες με τον δυναμικό και τολμηρό του χαρακτήρα. Μετά λοιπόν το θρίαμβο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Παυσανίας ορίστηκε ως στρατηγός του Πελοποννησιακού στρατού και ανέλαβε το ιερό και πολύ δύσκολο καθήκον, να εκδιώξει οριστικά τους Πέρσες από την Ελληνική γη. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ο Παυσανίας κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν πολύ ισχυρό πανελλήνιο στρατό, ο οποίος όχι μόνο κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τον πολυάριθμο περσικό στρατό στη μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ. αλλά κατόρθωσε και να τον συντρίψει. Ο δε Παυσανίας, κατόρθωσε να αποδείξει όχι μόνο το στρατιωτικό του δαιμόνιο, αλλά και το στρατιωτικό και αξιακό του ηθικό υπόβαθρο. Ένα ηθικό υπόβαθρο αντάξιο ενός γνήσιου Έλληνος με εν συναίσθηση της καταγωγής του και των πολιτισμικών αξιών που την διέπουν.
Όταν λοιπόν ο Μαρδόνιος, ο φοβερός και τρομερός στρατηγός των Περσών έπεσε νεκρός στο πεδίο της μάχης, ο Λάμπων ο Αιγινήτης κάλεσε τον Παυσανία να ολοκληρώσει το θρίαμβο του. Αφού του θύμισε τον αποκεφαλισμό του νεκρού Λεωνίδα από τον Ξέρξη, προέτρεψε τον Παυσανία να ανταποδώσει την προσβολή, αποκεφαλίζοντας τον Μαρδόνιο. Ο Παυσανίας, ο συνετός αυτός Λακεδαίμων, χωρίς στιγμή να παρεκτραπεί λόγω της μεγαλειώδους νίκης του, χωρίς στιγμή να παραστρατήσει από τις παραδοσιακές αξίες που ο Ελληνισμός συμβολίζει, απάντησε με «αποστομωτικό» τρόπο στον συμπολεμιστή του: « Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες».
Τα κατορθώματα του και η προσφορά του στην πατρίδα δεν τερματίστηκαν με αυτή τη μάχη. Ο Παυσανίας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ξεκίνησε μία ναυτική εκστρατεία για την απελευθέρωση της Κύπρου, αλλά και των Ελληνικών περιοχών του Ελλησπόντου. Η «αριστεία» του Παυσανία όμως σταματά μετά την κατάληψη του Βυζαντίου. Μετά τη μεγάλη αυτή επιτυχία, ο Παυσανίας φέρεται να παραστράτησε από τις αξίες που πιστά υπηρετούσε όλα αυτά τα χρόνια. Φέρεται να άφησε το «δηλητήριο» της έπαρσης και της απληστίας να «εισέλθει» στην ψυχή του και έγινε ένας εγωκεντρικός και επιδειξιομανής ηγεμόνας. Υιοθέτησε πλήρως το Περσικό βασιλικό πρωτόκολλο ( ενδυμασία, τρόπος συμπεριφοράς κλπ), ενώ με τον αυταρχισμό του εξόργισε όλους τους υπόλοιπους Έλληνες, οι οποίοι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον ακριβοδίκαιο και μειλίχιο Αριστείδη. Η αποτυχία του αυτή να προσεταιριστεί τους απελευθερωμένους πληθυσμούς του Αιγαίου, σε συνδυασμό με την επιλήψιμη αλληλογραφία που αντάλλαζε τακτικά με το μεγάλο Βασιλέα και με τον εκπρόσωπο του τον Φαρνάβαζο ( ο Θουκυδίδης παραθέτει αναλυτικότατα όλο το χρονικό των ύπουλων διαπραγματεύσεων του Παυσανία, ο οποίος αφού απελευθέρωσε τους κρατούμενους συγγενείς του μεγάλου βασιλέα στο Βυζάντιο, ήρθε σε πλήρη συνεννόηση μαζί του έτσι ώστε να νυμφευθεί τη θυγατέρα του και να καταλάβει ολόκληρη την Ελλάδα στο όνομα του μεγάλου βασιλέως), κατέστησε τον Παυσανία στόχο, ακόμα και εντός του βασιλείου της Σπάρτης.
Οι φήμες για την προδοσία του Παυσανία, του στρατηγού των Πλαταιών, του στρατηγού που εκδίωξε τους Πέρσες από την Ελληνική γη, συγκλόνισε, αλλά και εξόργισε τον Ελληνικό πληθυσμό. Οι πέντε έφοροι λοιπόν, μην μπορώντας να ελέγξουν το θυμό του πλήθους, ανακάλεσαν τον Παυσανία από το Βυζάντιο και τον δίκασαν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ελλείψει ατράνταχτων αποδεικτικών στοιχειών και σεβόμενοι το ένδοξο παρελθόν του, οι πέντε έφοροι αθώωσαν τον Παυσανία, μα ο Παυσανίας «πλήρωσε» το τίμημα της προδοσίας του με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Με μία ακόμα μεγαλύτερη προδοσία! Ο Αργίλιος λοιπόν, όπως γράφει και ο Θουκυδίδης, υπήρξε έμπιστος φίλος του Παυσανία και ο τελευταίος συνδετικός κρίκος μεταξύ αυτού και του Φαρνάβαζου. Βλέποντας όμως ο Αργίλιος ότι κανείς από τους προηγούμενους ταχυδρόμους δεν επέστρεψε και φοβούμενος για τη ζωή του, αποφάσισε να λύσει τη σιωπή του και να παραδώσει στην ανώτατη δικαστική αρχή της Σπάρτης, τα τεκμήρια της προδοσίας του άλλοτε επιστήθιου φίλου του. Μάλιστα δε σταμάτησε στο σημείο αυτό. Ο Αργίλιος σε πλήρη συνεννόηση με τους πέντε έφορους και με περισσή μαεστρία, έκανε τον Παυσανία να ομολογήσει το έγκλημα του. Το συγκλονιστικό και ατιμωτικό τέλος που επιφύλαξε ο ίδιος ο Παυσανίας στον εαυτό του, περιγράφει με απίστευτη τεχνική, αλλά και συγκλονιστικές λεπτομέρειες, ο Θουκυδίδης στις ιστορίες του: «Αφού τα άκουσαν όλα, οι έφοροι αποσύρθηκαν. Ήσαν πια βέβαιοι κι ετοιμάστηκαν να τον συλλάβουν μέσα στην πόλη. Λέγεται ότι επρόκειτο να τον συλλάβουν στον δρόμο, αλλά ότι αυτός, βλέποντας έναν έφορο να πλησιάζει, κατάλαβε, από την έκφραση του προσώπου του, ποιος ήταν ο σκοπός του, και κάποιος άλλος έφορος, που τον συμπαθούσε, του έκανε κρυφό νόημα. Έτρεξε προς τον ναό της Χαλκιοίκου και πρόφτασε να καταφύγει εκεί, επειδή το ιερό δεν ήταν μακριά. Μπήκε σ᾽ ένα μικρό κτίριο, μέσα στον ιερό περίβολο, για να μην ταλαιπωρηθεί στο ύπαιθρο, κι έμεινε εκεί. [1.134.2] Οι έφοροι δεν τον πρόφτασαν για να τον πιάσουν και όταν βεβαιώθηκαν ότι βρισκόταν μέσα στο κτίριο, αφαίρεσαν την στέγη, έχτισαν τις πόρτες κι έβαλαν φρουρά, για να πεθάνει από πείνα. [1.134.3] Όταν κόντευε να ξεψυχήσει, το κατάλαβαν και τον έβγαλαν από το ιερό ενώ ανέπνεε ακόμα, αλλά μόλις τον έβγαλαν πέθανε. [1.134.4] Στην αρχή αποφάσισαν να τον ρίξουν στον Καιάδα, όπου ρίχνουν τους κακούργους, αλλά έπειτα αποφάσισαν να τον θάψουν εκεί κοντά. Όμως ο θεός των Δελφών παράγγειλε με χρησμό στους Λακεδαιμονίους να μεταφέρουν τον τάφο του εκεί που πέθανε. Βρίσκεται πάντα στην είσοδο του ιερού χώρου καθώς το μαρτυράει μια επιγραφή επάνω σε στήλη. Επειδή τα όσα είχαν κάνει ήσαν άγος, ο θεός τούς παράγγειλε ν᾽ αποδώσουν στην Χαλκίοικο θεά δύο σώματα αντί ένα. Οι Λακεδαιμόνιοι κατασκεύασαν δύο ανδριάντες από χαλκό και τους αφιέρωσαν στον ναό σαν εξαγορά για τον θάνατο του Παυσανία.
Διαβάζοντας για τον πολυτάραχο βίο της σπουδαίας αυτής ιστορικής φυσιογνωμίας, αλλά και για το ατιμωτικό του τέλος, αισθάνθηκα συγκλονισμένος. Αισθάνθηκα απογοητευμένος και πικραμένος από τα καμώματα της ανθρώπινης φύσης. Της ανθρώπινης φύσης η οποία μας οδηγεί διαρκώς προς την λανθασμένη κατεύθυνση. Η οποία μας αφήνει να γνωρίζουμε το δρόμο της αρετής, αλλά παράλληλα κάνει το δρόμο του εκφυλισμού και της ανηθικότητας να μοιάζει τόσο όμορφος στο νου μας. Αμέσως μετά τοποθέτησα τον εαυτό μου στη θέση των δικαστών του Παυσανία και ειλικρινά δυσκολεύτηκα να λάβω μία καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση. Δυσκολεύτηκα να καταδικάσω τον άνθρωπο που χάρη σε αυτόν ο «εξ ανατολών κίνδυνος» εκδιώχτηκε από την Ελλάδα. Δυσκολεύτηκα να κατηγορήσω τον άνθρωπο ο οποίος διατήρησε ζωντανές τις αξίες του Ελληνικού και μετέπειτα του Δυτικού πολιτισμού και ο οποίος δε δίστασε στιγμή να δώσει και να κερδίσει μία μάχη, η οποία έδειχνε ανώφελη. Από την άλλη πλευρά βέβαια, δεν μπόρεσα να παραβλέψω την μετέπειτα μεταστροφή του. Δεν μπόρεσα να παραβλέψω μήτε την εγκατάλειψη των αξιών για τις οποίες αγωνίζονταν τόσα χρόνια μήτε τις ύπουλες και ανήθικες συναλλαγές και δοσοληψίες του με τον εχθρό της πατρίδος. Αισθάνθηκα οργή για την προδοσία, αλλά και πλήρη ασημαντότητα μπροστά σε μία τόσο μεγάλη μορφή του Ελληνισμού. Είμαι σκέφτηκα άξιος εγώ να κρίνω ή να αθωώσω έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες στρατηγούς; Ίσως όχι. Είμαι ικανός όμως να διακρίνω τα λάθη αυτής της φυσιογνωμίας. Είμαι ικανός να διακρίνω πως η έπαρση, η απληστία και η φιλαργυρία που επέδειξε ( ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με τις αξίες της γενέτειρας του), είναι αμαρτήματα θανάσιμα και ασυγχώρητα. Αμαρτήματα που όσο σπουδαίος και αν είσαι, εάν τα διαπράξεις, αργά ή γρήγορα θα βρεθείς αντιμέτωπος με το τίμημα των επιλογών σου. Ο Παυσανίας λοιπόν ως ένας οξυδερκής και ιδιοφυής άνδρας που υπήρξε, αδιαμφισβήτητα γνώριζε τις συνέπειες των πράξεων του. Γνώριζε ότι εγκατέλειπε αγώνες χρόνων, γνώριζε ότι εγκατέλειπε τα αδέρφια του και όμως δε σταμάτησε. Και όμως συνέχισε να συνδιαλέγεται με τον εχθρό και να συμμαχεί μαζί του, χωρίς να δειλιάσει ούτε για μια στιγμή. Ο συνετός αυτός Λακεδαίμων, την ώρα της μεγάλης ευθύνης και της μεγάλης κρίσης, την ώρα που έπρεπε να αποδείξει το ακλόνητο εθνικό του φρόνημα και παραβλέποντας τον σεβασμό της κοινής Ελληνικής γνώμης που ήδη είχε κερδίσει με την αξία του, διάλεξε τον ολισθηρό δρόμο της έπαρσης και της απληστίας. Διάλεξε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή και τον «τερμάτισε» με το χειρότερο δυνατό τρόπο και προτού προλάβει να ζητήσει συγχώρεση ή να αποκαταστήσει την «πληγωμένη» υστεροφημία του.
Ο επίλογος αυτός, ίσως είναι και ο πιο δύσκολος που έχω κάνει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Ίσως είναι πιο δύσκολος και από τον επίλογο στην έκθεση των Πανελληνίων εξετάσεων... Θα κλείσω λοιπόν, μακαρίζοντας τον Παυσανία που εκδίωξε τον ξένο από την Ελληνική γη και που υπερασπίστηκε τις αξίες του Ελληνισμού με αξιοθαύμαστη ακεραιότητα. Όσον αφορά τον Παυσανία που εμφανίστηκε μετά την κατάληψη του Βυζαντίου, θα εκφράσω την επιθυμία μου να πρόλαβε προτού αποβιώσει να αντιληφθεί το λάθος του. Να κατόρθωσε να γύρισε νοερά πίσω στο χρόνο και να αντιλήφθηκε ότι ο συνετός και ολιγαρκής Παυσανίας των Πλαταιών ήταν αυτός που μνημονεύουμε έως και σήμερα και όχι ο διεφθαρμένος Παυσανίας του Βυζαντίου.